ἀντάσορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντάσορας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀντάσορας ἐπίρρ. Κύπρ.-ΧΠαλαίσ. Συλλ. Κυπρ. ποιημ. 144.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς Τουρκ. φρ. ondan sonar=μετὰ ταῦτα. ’Ιδ. ΚΧατζηιωάνν. Περὶ τῶν ἐν τῇ Κυπρ. ξένων στοιχ. 122.
Σημασιολογία
Παρ’ ὅλα ταῦτα, μ’ ὅλα ταῦτα, ἐπὶ ἐναντιώσεων τῆς τύχης ἔνθ’ ἀν.: Ἀντάσορας ἐγιˬὼ ἐμάλ-λωνα νὰ πουλήσω τὸ σιτάριν τότες ποῦ ’τουν ἀκριβὸν τσ’ ’ὲν μ’ ἄφησεν ἡ γεναῖκα μου, πῶς ἔθεν ν᾽ ἀκριβώσῃ, ταὶ τώρᾳ ἐφτήνισεν τ’ ἐζημιˬώσαμεν. || Ποίημ. Ἀντάσορας εἶμαι μωρὸν τ ᾿εν-νὰ μὲ πιˬάσῃ ἔννο͜ια, ἐγιˬώ ’ει ’ποὺ τὰ πρόπερ’σι ποῦ καρτερῶ προξένιˬα ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA