βλαχοδήμαρχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαχοδήμαρχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βλαχοδήμαρχος ὁ, σύνηθ. Θηλ. βλαχοδημαρχῖνα σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τοῦ οὐσ. δήμαρχος.

Σημασιολογία

1) Ὁ δήμαρχος Βλαχικοῦ χωρίου καὶ εἶτα εἰρων. ὁ δήμαρχος παντὸς μικροῦ καὶ μὴ προοδευτικοῦ χωρίου σύνηθ.: ᾎσμ. Τὸ ἤπιˬε ἡ Βασίλω τὸ κρασί, | τὸ κρασὶ μὲ τὸ κανάτι, κοντουλλίτσα καὶ γεμάτη, | τὸ ἤπιˬε, μὰ τὸ πλήρωσε, δυˬὸ παράδες τὴ λαγύνα, | γε͜ιά σου, βλαχοδημαρχῖνα Πελοπν. (Βούρβουρ.) 2) Ὁ νεόπλουτος χωρικὸς ὁ μὴ κατορθώνων νὰ ἀποβάλῃ τοὺς ἀγροίκους καὶ ἀξέστους τρόπους σύνηθ.: Ποῦ τὸν βρῆκαν γιˬὰ γαμπρὸ αὐτὸ τὸ βλαχοδήμαρχο; Λεξ. Πρω. Συνών. ἀρχοντοχωριˬάτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/