γαˬιδουρόκρυο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουρόκρυο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαˬιδουρόκρυο τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ κρύο.
Σημασιολογία
Ψῦχος δριμύ. Συνών. ψοφόκρυο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA