ἀρτύνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτύνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρτύνω, ἀρτύω Πόντ. (Τραπ.) ἀρτύνω κοιν. ἀρτύνου βόρ. ἱδιώμ. ἀρτύν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρτένω σύνηθ. ἀρτένου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ. (Κύμ.) ἀρτύζω Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Κύπρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Τῆν. Χίος κ.ἀ. ἀρτύζου Λέσβ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρτύττζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀρκύζου Τσακων. ’ρτύζω Ρόδ. ἀρτυˬῶ Κρήτ. ἀρθυˬῶ Κρήτ. ἀρτῶ Κρήτ. Σκῦρ. ᾽ρτυˬῶ Σύμ. Μεσ. ἀρτύνομαι Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀρτύω.Τὸ ἀρτύζω καὶ ἀρτῶ καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 369 (ἔκδ. Wagner σ. 154) «ὥσπερ τὸ ἅλας γὰρ ἀρτεῖ τὰ φαητά τοῦ κόσμου, | οὕτως ἀρτύζει τὸ ἐμὸν εἰς πᾶσαν μαγειρείαν»).

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Καρυκεύω φαγητὸν μὲ ἔλαιον, βούτυρον, λίπος, ἀβγολέμονο, πιπέρι, ἅλας, ξίδι καὶ τὰ τοιαῦτα καρυκεύματα διὰ νὰ καταστῇ εὕγευστον κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀρτύνω τὸ φαεῖ. Ἄρτυσα τἁ μακαρόνιˬα (τὰ περιέχυσα μὲ βούτυρον) κοιν. Ἡ ζάχαρι δὲν ἀρτύζει Θήρ. Ἐλυπήθηκες τ᾿ ἁλάτσι νὰ βάλῃς ᾿ς τὸ φαεῖ γιˬὰ ν᾿ ἀρτυθῇ; Κρήτ. Ἐπροκένωσε τὸ φαεῖ πριχ’ ᾽ὰ τὸ ᾿ρτύσῃ Σύμ. Ἔρτυσα τή μαερεία Ὄφ. Ἔρτυσα τὸ φαεῖν Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Ἀκόμηνο οὐτ’ ἐρτύε ἡ μαερεία (ἀκόμη δὲν ἡρτύσθη ἡ μαγειρε͜ιὰ) Ὄφ. Τρῖψε τὴ μυζήθρα ν᾽ ἀρτὐσωμε τὰ μακαρόνιˬα Σκῦρ. || Παροιμ. φρ. Νερὸ κιˬ ἁλάτσι κιˬ ὅ,τ’ ἀρτεῖ τ’ ἀλάτσι (ἐπὶ ὑπάρξεως ἐν τῇ οἰκίᾳ ὅλων τῶν ἀναγκαίων) Κρήτ. || Αίνιγμ. Βούτυρου μιˬὰ κουταλεˬά | ἀρτύνει οὕλ’ τὴ γειτουνιˬά (ὁ ἥλιος) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἕναν χουλριν βούτερον ἀρτύζ’ τὸν κόσμον ὅλον (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κερασ. Συνών. ἀρματώνω Α 8. 2) Ἐπαλείφω ἄρτον δι᾿ ὄψου, οἷον βουτύρου, ἐλαίου κττ., ἢ συνοδεύω τὸν τρωγόμενον ἄρτον μὲ προσφάγιον, οἷον τυρὶ καὶ τὰ παρόμοια ὄψα Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Παξ. κ.ἀ. – ΑΛασκαράτ. Στιχουργ.₂ 156: Λίγο λίγο νὰ βάνωμε τὸ τυρὶ ν’ ἀρτύσωμε τὸ ψωμὶ Κρήτ. - Ποίημ. Κ’ ἐξύπναε πάντα μὲ ψωμὶ ᾿ς τὸ χέρι ποῦ τ’ ἄρτενε μὲ ξίδι καὶ μὲ λᾲδι ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. 3) Ἐπιχέω, ἐπιρρίπτω ἀρτύματα εἰς ἔδεσμα, ραίνω δι᾿ ἀρτυμάτων ἔδεσμα Κύπρ.: ᾿Αρτύζω τὸ ρυζόγαλον νάκ-κον ζάχαριν (νάκ-κον=ὃλίγην). Ἄρτυσε τὴν πίτταν ᾽λ-λίην καν-νέλ-λαν. β) Ραίνω τι μὲ κόνιν Κύπρ. Σκῦρ: Ἀρτῶ νήματα μὲ ριζάρι (κόνις βαφικὴ) Σκῦρ. || ᾌσμ. Ταὶ καλαγκάθ-θιν ἐπίαν-νεν ταὶ ἐκουπάνιζέν το, τὸ έριν του τοῦ Χριστοφῆ ᾿ποπάνω ἄρτυζέν το, μὲ κάθε τρόπον ἔκαμνεν τὸ,γαῖμαν γιˬὰ νὰ στήσῃ Κύπρ. 4) Παρέχω ἡδύτητα, νοστιμάδα, ἐπὶ ἀρτύματος Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Δὲν ἀρτένει αὐτὸ τὸ τυρὶ ’ς τοὺς κολοκυθοκορφάδες. β) Ἔχω ἡδύτητα, νοστιμάδαν κτηθεῖσαν δι᾿ ἀρτύματος, ἐπὶ φαγητοῦ Ἤπ. (Ζαγόρ.) -Λεξ. Δημητρ.: Θέλω φαεῖ ποῦ ν᾿ ἀρταίνῃ Λεξ. Δημητρ. Αὐτὸ τοὺ φαεῖ δὲν ἀρτέ’ Ζαγόρ. 5) Μετβ. δίδω εἴς τινα νὰ φάγῃ ἐν νηστείᾳ φαγητὸν μὴ νηστήσιμον, διακόπτω τὴν νηστείαν τινὸς πολλαχ.: Ἄρτυσα τὸ παιδὶ Ἤπ. Πελοπν. κ.ἀ. Τὸν ἄρτυσα μὲ λίγο κοκορέτσι Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Τὸν ἄρτυσαν τὸν δεῖνα (ἐπὶ ἀσθενοῦς κινδυνεύοντος, διότι, ὅταν ἐπιδεινωθῇ ἡ κατάστασις ἀρρώστου, δίδεται εἰς αὐτὸν ζωμὸς κρέατος καὶ κοττόπουλλο) Πελοπν. (Βασαρ.) Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. τρώγω πασχαλινὸν φαγητὸν ἐν ἡμέρᾳ νηστησίμῳ, καταλύω τὴν νηστείαν, κρεοφαγῶ πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Τσακων.: Σήμερα Τετράδη ἀρτύθηκε πολλαχ. Ἀρτένουdι σὰν τὸ ζαγάριˬα (ὅπως οἱ Μουσουλμάνοι) Θεσσ. Ἀρτύθ’κα αὐτεί’ τ᾿ Σαρακουστή, γιˬατὶ θιρμινόμ’να Σκόπ. Του ώρᾳ οὑ όλους οὑ κόσμους ἀρτένεται τή Σαρακουστὴ Μακεδ. (Καστορ.) Κοίταζι μὴν ἀρτ’ θῇς! Θεσσ. (Ζαγορ.) || Φρ. Οὔδι τ’ μιγά’ Παρασκιβή δὲν ἀρτένισι ! (ἐπὶ φαγητοῦ τελείως ἀναρτύτου) Ἤπ. (Ζαγορ.) || Γνωμ. Ἄν ἀρτυθῇς, νὰ εἶναι ἀρνί, | κιˬ ἄν κλέψῃς, νὰ εἶν᾽ χρυσάφι, κιˬ ἀν ἀγαπήσῃς καὶ κἀμμιˬά, | νὰ τὴν ζηλεύῃ ἡ γειτονιˬὰ (ἐπὶ τοῦ σφετεριζομένου πρᾶγμα εὐτελὲς καὶ ἀνάξιον λόγου. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,495) Ἀθῆν. Ἄν ἀρτυθῇς, νὰ φάς ἀρνί, κιˬ ἄν κλέψῃς, νὰ εἶν᾿ ἀσήμι Πελοπν. (Ἄργ.) Σὰν ἀρτυθῶ, νὰ εἶναι πουλλί, σὰν φάγω, νά ’ν’ τρυγόνι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Συνών. καταλυˬῶ, μαγαρίζω. Β) Μεταφ. 1) ᾿Επιπλήττω τινὰ σφοδρῶς ἢ δέρνω Κρήτ.: Τὸν ἄρτυσε καλά. 2) Μέσ., ἀπολαύω τι ἡδονικὸν Λεξ. Δημητρ.: Δὲν ἀρτύθηκε ἀκόμα τὸ φιλεῖ. β) Συνευρίσκομαι μετὰ γυναικὸς Πάρ. Πελοπν. (Οἰν.) Σῦρ. (Ἐρμούπ.) Τσακων. κ.ἀ. Μετοχ. 1) Ὁ ἡρτυμένος διὰ καρυκεύματος οἱουδήποτε κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Φαεῖ ἀρτυμένο σύνηθ. Ἀρτυσμἐνο ἔν᾽ ἡ μαερεία Ὄφ. Ἀρτυσμένα λάχανα Τραπ. || Φρ. Εἶναι ἀρτυμένος ἀπὸ γράμματα - ἀπὸ τέχνη (γνωρίζει γράμματα, τέχνη) Πελοπν. (Τριφυλ) β) Ὁ ἠρτυμένος διὰ καρυκεύματος μὴ νηστησίμου, πασχαλινὸς κοιν.: Ἀρτυμένο φαεῖ κοιν. Τρώγου ἀρτυμένα (ἤτοι φαγητὰ ἀπηγορευμένα ἐν νηστείᾳ) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 2) Ὁ καταλύσας τὴν νηστείαν φαγὼν φαγητὰ μὴ νηστήσιμα Ζάκ. Θήρ. Νάξ. ( Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀρκαδ. Λακων.) κ.ἀ.: Εἶμαι ἀρτυμένος, γιˬατὶ δὲ μπορῶ νὰ νηστέψω Πελοπν. 3) ᾽Επιθετικ., παχύς, εὐτραφὴς Θεσσ.: Ἀρτ’μένου ἀρνὶ - κατσί’. Πβ. ἀρτεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/