βλαχοκόριτσο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαχοκόριτσο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαχοκόριτσο τό, ἀμάρτ. βλαχουκόριτσου Θρᾴκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τοῦ οὐσ. κορίτσι.

Σημασιολογία

Κόρη Βλάχου: ᾎσμ. Δικάξι δικαφτὰ χρονοῦ, | δὲν ἤμουν γιὰ νὰ παντριφτῶ, νὰ πάου κάτου ’ς τὴ Βλαχιˬά, | νὰ πάρου βλαχουκόριτσου. Συνών. βλαχοπούλλα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/