Βλάχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Βλάχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Βλάχος ὁ, κοιν. Βλάχ-χος Μεγίστ. Βλάχους βόρ. ἰδιώμ. Βλιˬάχους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾿Ιβλάχους Λυκ. (Λιβύσσ.) Βάχο Τσακων. Θηλ Βλάχα κοιν. Βάχα Τσακων. Βλάχισσα Θρᾴκ.('Ηρακλίτσ.)Κέρκ. κ.ἀ. –Λεξ. Βλαστ. 285 Βλά’σσα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βλάχαινα Κέρκ. Κεφαλλ. Βλάσαινα Μεγίστ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐθνικὸν ὀν. Βλάχος. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΑΚεραμοπ. Κουτσόβλ. 8 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὁ βλαχόφωνος σκηνίτης τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος, ὁ νομὰς ποιμὴν ὁ διαμένων τὸ θέρος εἰς τὰ ὄρη, τὸν δὲ χειμῶνα εἰς τὰ χειμάδια καὶ μεταφορικῶς ἄνθρωπος ἀμόρφωτος, ἀγροῖκος, ἄξεστος, χυδαῖος, ρυπαρός, ἄδικος, σκληρὸς κττ. κοιν.: Τί Βλάχος εἶναι αὐτός, δὲν ξέρει πῶς πίνουν τὸν καφέ! Φέρθηκε σὰν Βλάχος (ἀγροίκως). || Φρ. Ξέρ’ ὁ Βλάχος τ᾿ εἶν᾽ τὸ χαβιˬάρι; κοιν. Παροιμ. φρ. Τοὺ ρι’χ’κι σὰν ἡ Βλάχους τ᾽ν ἀμφουρὰ (ἔδειξε τάσιν νὰ τὸ φάγῃ ὁλόκληρον) Θεσσ. || Παροιμ. ᾿Εμεῖς οἱ Βλάχοι ὅπως λάχῃ (λέγεται συνήθως παιγνιωδῶς ὑπὸ τῶν παρεχόντων φιλοξενίαν οἱονεὶ ὡς αἴτησις συγγνώμης διὰ τυχὸν ἐλλείψεις) σύνηθ. Βλάχους εἶν᾽, τυρὶ βαστάει (ἐπὶ ἐπιπολαίας κρίσεως, διότι ὁ Βλάχος δὲν εἶναι ἀπαραίτητον νὰ μεταφέρῃ πάντοτε τυρόν. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κλάψ’ τοὺ Βλάχου τὴν ἄ’ξ’ (εἰρων., διότι ἀκριβῶς ἡ ἔλευσις τῆς ἀνοίξεως ἀπαλλάσσει τὸν Βλάχον παντὸς φόβου καὶ κινδύνου) Στερελλ. (’Αράχ.) Ὁ Βλάχος ἄρχως κιˬ ἂν γενῇ, πάλε βλαχεˬὰ μυρίζει (τὴν σημ. ἰδ. βλαχεˬὰ 1. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) Πελοπν. (Λάστ.) Βλάχος πλένεται κ᾿ ἡ ποδεˬά του χαίρεται (περὶ ἀνθρώπου ἀκαταστάτου, ὡς ὁ Βλάχος, ὅστις νίπτων τὰς χεῖρας ἀπομάσσει αὐτὰς εἰς τὴν ποδεάν του. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς κ.ἀ.) Αἴγιν. Κόφτ᾽ ὁ Βλάχος τὸ τσαρούχι κιˬ ὅπου θέλ’ ἂς βγῇ ἡ μύτι (ἐπὶ τῶν πρὸς συμφέρον ἐργαζομένων ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 145,430. Τὸ Βλάχο τὸν πηγαῖναν νὰ τὸν κάμουν βασιλεˬὰ καὶ ζήλεψε τὸ δάσος νὰ τὸ κάνῃ κάρβουνα (περὶ τοῦ μὴ λησμονοῦντος παλαιὰς ταπεινὰς συνηθείας, ἔστω καὶ ἂν ἀναβιβάζεται ὑπὸ τῆς τύχης) Αἴγιν. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Βλάχος, ἀργάει, μὰ δὲ λησμονάει (δὲν εἶναι ἄδικος καὶ σκληρός, συνών. παροιμ. ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ᾽Αρβανίτης) Μακεδ. Θέλοντας ὁ Βλάχος καὶ μὴ θέλοντας ὁ ζωγράφος, φόρεσε καὶ σύ, Χριστέ, κόκκινα τσαρούχιˬα (ἐπὶ τοῦ ἐπιμένοντος εἰς τὴν πραγματοποίησιν ἰδεῶν δι’ ὧν γελοιοποιοῦνται καθιερωμένα. Εἰς τὴν παροιμ. ὑπόκειται παράδοσις, καθ᾽ ἣν ὁ Βλάχος ἐπέβαλεν εἰς τὸν ζωγράφον νὰ εἰκονίσῃ τὸν Χριστὸν φέροντα κόκκινα τσαρούχια) πολλαχ. Ὅταν πιˬάνῃς Βλάχο φίλο, | κράτα καὶ κομμάτι ξύλο (περὶ τῆς ἀνάγκης νὰ προφυλάσσεταί τις ἀπὸ δόλιον φίλον, συνών. παροιμ. ᾿Αρβανίτη ἄν κάμῃς φίλο, βάστα καὶ κομμάτι ξύλο) Πελοπν. (Ἄργ.) || Γνωμ. Ρωμαῖος ὡραῖος, Βούλγαρος ἀπάνθρωπος, Βλάχος κἂν τίποτα. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βλάχος ᾿ς τὸ βουνό, σιγαλὴ θάλασσα (ἀπὸ τῆς 23 ’Απριλίου, ὅτε οἱ Βλάχοι ἀνέρχονται εἰς τὰ ὅρη, κοπάζουν αἱ τρικυμίαι τῆς θαλάσσης) ἀγν. τόπ. Οὐρανό, λαγὸ καὶ Βλάχο μὴν πιστεύῃς (ἕνεκα τῆς ἀσταθείας καὶ ἀπιστίας αὐτῶν) Πελοπν. (Λάστ.) Τρεῖς Βλά’, ἕνα παζάρ’ (διότι φωνασκοῦντες δημιουργοῦν θόρυβον μεγάλης ὁμηγύρεως) Μακεδ. (Βέρ.) Πέντε Βλάχοι, τρεῖς κουβέντες (δυσκόλως δύνασαι νὰ ἀποσπάσῃς ἀπ᾿ αὐτῶν λέξιν) ἀγν. τόπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾿Ιδ. Ἄνναν Κομν. 1,395 (ἔκδ. Βόννης) «καὶ ὁπόσοι τὸν νομάδα βίον εἵλοντο Βλάχους τούτους ἡ κοινὴ καλεῖν οἶδε διάλεκτος». Ἡ λ. ὡς ἐπών. πολλαχ. Τὸ θηλ. Βλάχα ὡς ὄν. κυνὸς Πελοπν. (Σουδεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Καὶ ὡς τοπων. ᾿ς τοῦ Βλάχου Χίος Κρήτ. (Βιάνν.), τοῦ Βλάχου τὸ Κιβούρι Πελοπν. (Μάν.), τοῦ Βλάχου οἱ Λάκκες Πελοπν. (Γορτυν.) Συνών. Κουτσόβλαχος. Πβ. ἀνάβλαχος, καράβλαχος, κουραδόβλαχος, μπαστουνόβλαχος, μπουρτζόβλαχος, παλα͜ιόβλαχος. 2) Ὁ βλαχόφωνος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἑλληνόφωνον κάτοικον τῶν χωρίων Στερελλ. (Αἰτωλ.) : ’Σ ἰκεῖνου τοὺ χουριˬὸ Βλά’ κατ᾽κοῦν; -Ὄ’, ἰκεῖ εἶνι χουριˬᾶτις. 3) Ὁ ὁμιλῶν βόρειον ἰδίωμα τῆς Ἑλληνικῆς Εὔβ. (Κουρ.) 4) Ὁ κάτοικος χωρίου, χωρικὸς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν κάτοικον πόλεως Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Λάστ.) Συνών. χωριˬάτης. 5) Ποιμὴν πολλαχ. : Ἦρθε ὁ Βλάχος ’πὸ τὴ στάνη τσαὶ μοῦ ’φερε ἕνα ἀρνὶ Μέγαρ. Ἔφιρ᾽ οὑ Βλάχους τοὺ τ᾿ρὶ Θεσσ. Συνών. βοσκός, τσοπάνος. 6) Ὁ ἐξ ’Ηπείρου συνήθως καταγόμενος πλανόδιος μικροπωλητὴς ζαχαρωτῶν, ἀστραγαλίων κττ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) 7) Οἱ ἰχθῦς ἐπινέφελος γίγας (epinephellus gigas), καὶ σπάρος ὄρφος (sparus orphus) τῆς οἰκογενείας τῶν σπαροειδῶν (sparoides) (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ 10 <1929/30> 207) Εὔβ. (᾿Αλιβέρ. Κάρυστ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Παρ. Πελοπν. (Πύλ.) Σέριφ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Σύμ. Σῦρ. -Λεξ. Βλαστ. 431. 8) Ποικιλία σίτου ἐκλεκτοῦ Πελοπν. (Κόρινθ. Σουδεν Φεν.) Συνών. βλαχοσίταρο 1. β) Ποικιλία σίτου ἀντέχοντος εἰς τὴν χιόνα Στερελλ. (Ἀράχ.). 9) Ποικιλία ἀμπέλου μὲ λευκὰς σταφυλὰς Κέρκ. 10) Εἶδος μύκητος Πελοπν. (Λακων.) 11) Εἶδος μαχαιριδίου Ἀμοργ. 12) Πορδὴ Ἀθῆν. Μακεδ.(Κοζάν.) Χίος: Τοῦ ’φυγε ὁ Βλάχος Ἀθῆν. 13) Θηλ. α) Τὸ ἀβάπτιστον θῆλυ τέκνον Ἤπ. β) Εἶδος αἰγὸς ἐχούσης μεγάλα ὦτα Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) γ) Εἶδος προβάτου ἀντέχοντος εἰς τὸ ψῦχος Πελοπν. (Καστρ. Κυνουρ.) δ) Εἶδος χοροῦ Ἤπ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Σίφν.: ᾎσμ. Σὰ bάς, πουλλί μου, ᾿ς τὸ στρατό, | ’ς τὸ δῶμα δὲν ξαναπάτῶ, θὰ κόψω Βλάχες καὶ χοροὶ | κιˬ ἀποὺ τὴν ἐκκλησιˬὰ bορεῖ ᾿Απύρανθ. ε) ᾎσμα ἀναφερόμενον εἰς Βλάχαν Εὔβ. (Κουρ.): Πὲς τὴ Βλάχα νὰ χορέψουμε. ς) Εἶδος παιδιᾶς καθ’ ἣν ἐπὶ κεχαραγμένου ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ὀρθογωνίου καὶ διῃρημένου εἰς ἐννέα τετραγωνίδια οἱ παῖκται ρίπτουν ἀπὸ ἀποστάσεως μεταλλικὰ νομίσματα, ἐκεῖνος δὲ τοῦ ὁποίου τὸ νόμισμα πίπτει ἐντὸς τοῦ κεντρικοῦ τετραγωνιδίου ἢ πλησιέστερον, ρίπτει ὅλα τὰ νομίσματα ὑψηλά, τὰ στρίβει, κερδίζων ὅσα νομίσματα πίπτοντα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους δεικνύουν ὡς ἐπιφάνειαν τὴν κορῶναν, κατόπιν δὲ ἔρχεται ἡ σειρὰ τοῦ δευτέρου καὶ οὕτω καθεξῆς Πελοπν. (Κυνουρ.) 14) Τὸ οὐδ. ὡς ἐπίθ. χαρακτηριστικὸν ἵππου ἔχοντος ἀνοικτὸν κόκκινον χρῶμα Πελοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA