ἀρύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρύνω Θήρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀρένω Κάρπ. Κρήτ. Ποντ. ἀρένου Μακεδ. (Καταφύγ. Σέρρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀρὺς παρὰ τὸ ἀραιός. ὃ ἰδ. Διὰ τὸ ε τοῦ ἀρένω ἰδ. ΓΧατζιδ. Einleit. 412.
Σημασιολογία
1) Μετβ. κάμνω τι ἀραιόν, ἀραιώνω ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀρύνω τὰ φυτὰ-τὰ λάχανα (ἀραιώνω αὐτὰ ἐκριζῶν τὰ ὀλιγώτερον εὔρωστα διὰ νὰ γίνουν τὰ λοιπὰ εὐτραφέστερα) Κοτύωρ. Χαλδ. Ἀρύνω τὰ μαλλία (ξαίνων ἀραιώνω) Χαλδ. Ἀρένω τὰ κεύ (τοποθετῶ τὰ σκεύη κατ᾿ ἀραιὰς ἀποστάσεις) Πόντ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἀραιός, ἀραιώνομαι Μακεδ. (Καταφύγ. Σέρρ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔρυνεν τὸ παννὶν (κατέστη ἀραιὸν ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως) Τραπ. Χαλδ. Παροιμ. Ὅσου ἀρένουν τὰ πράσα τόσου χουντρένουν τὰ κιφάλιˬα (μεταφ. ἐπὶ τεχνιτῶν οἱ ὁποῖοι εὐδοκιμοῦν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον ἂν εἶναι ὀλίγοι) Σέρρ. 2) Γίνομαι ρευστότερος, ὐδαρέστερος Πόντ. (Χαλδ.): Ἀρύν᾿ τὸ μέλ᾿. Πβ. ἀρα͜ιεύω, ἀραιώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA