ἀντεννοκάταρτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντεννοκάταρτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντεννοκάταρτο τό, σύνηθ. ἀdεννοκάταρτο πολλαχ. ἀdεννοκάρτατο Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀντέννα καὶ κατάρτι.

Σημασιολογία

1) Ἱστὸς λέμβου ὁ ὁποῖος χρησιμεύει καὶ ὡς κεραία σύνηθ. 2) Ἐπιμήκης ξύλινος κοντὸς χρησιμοποιούμενος διὰ κεραίας καὶ διαφόρους ἄλλας ἐργασίας σύνηθ. 3) ᾿Εν τῷ πληθ., τὸ σύνολον τῶν κεραιῶν καὶ ἱστῶν σύνηθ.: Ἀποὺ τὸν πολὺν ἀέραν ἦρταν κάτω τὰ ἀdεννοκάταρτά μου Σύμ. || ᾊσμ. Βάνει κιˬ ἀdεννοκάταρτα παλληκαριˬῶνε bράτσα Ἰθάκ. Μέσ’ τὰ παννάκιˬα τ᾿ ἔκατσε τ᾿ ἀdεννοκάρτατά του Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/