ἀντένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντένω πολλαχ. ἀdένω Πελοπν. (Γέρμ. Μάν. κ.ἀ.) ἀντένου Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βέρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ ἀdένου Θεσσ.(Ζαγορ.) ᾿ντένω πολλαχ. ’ντένου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βελβ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) κ.ἀ. ’dένω Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντῶ ἀναλογικῶς πρὸς ἄλλα εἰς -ένω. Πβ. ἀπαντῶ-ἀπαντένω, καταντῶ-καταντένω.
Σημασιολογία
1) Συναντῶ πολλαχ.: Ἔντεσα τὸν τάδε ᾿ς τὸ δρόμο καὶ τὰ εἴπαμε. Νὰ σὲ ἔντενα, θὰ σοῦ ἔδειχνα πολλαχ. Βαροῦν τοὺς Τούρκους, ὅπου τοὺς ἀντέσουν ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 53. Ἄχ κί νὰ σὶ ᾿ντέσου! Βελβ. Μπορεῖ ν᾿ ἀdέσ᾿ μ᾿ αὐτὲς τὲς καλουρρίζ’κις κὶ τότις, ἄν δὲν ἔ’ τίπουτις φυλαχτὸ ἀπάνου του, χάνιτι (ἐκ παραδ.) Θεσσ. Συνών. ἀπαντῶ. β) Ἀμτβ. συμβαίνει κατὰ τύχην νὰ εὑρίσκωμαί που, τυγχάνω: Ἄντεσα νὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ ἐκεῖ, ὅταν ἔλεγαν αὐτὰ τὰ λόγια πολλαχ. Ἔντεσα σὲ καλὸ ἀφεντικὸ καὶ θὰ καθίσω καιρὸ Ἤπ. Ἄν ’ντέσου καὶ τοὺν βρῶ τοὺν κυβερνάου Ἀρτοτ. Ἰδῶ ᾿ντέσαμε͵ ἰδῶ θὰ χαθοῦμε αὐτόθ. Ἀντέ’ σὶ κακὴ ὥρα οὑ ἄνθρουπους Αἰτωλ. Καὶ ἀπροσ. Θὰ φάμε ὅ,τι ᾿ντέση πολλαχ. Ἔντεσε κ᾽ ἔμπλεξα Πελοπν. (Αἴγ.) Ἄν ᾿ντέσῃ καὶ ζυμώσῃς, μοῦ στέλνεις ἕνα ψωμὶ Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἄντισι κὶ τοὺν ηὗρα ᾿ς τοὺ δρόμο τοὺν δεῖνα Αἰτωλ. || Φρ. Νὰ ξέρ’ ὁ ἅνθρωπος τί θ᾽ ἀντέσῃ; Βέρ. || Παροιμ. Ὅ, τ᾽ ἀντέσῃ τ᾽ ἀνθρώπου θὰ τοὺ τραυίξῃ (τὸ μοιραῖον οὐδεὶς δύναται ν’ ἀποφύγῃ) Αἰτωλ. 2) Ἐμπλέκομαι πολλαχ.: Ἔντεσα μὲ κακὸ ἄνθρωπο. Καλὰ εἶναι νὰ μήν ἀντέσῃ κἀνείς σὲ τέτο͜ιες δουλε͜ιές. Ἔντεσα μὲ παρέα καὶ δὲ μπόρεσα νὰ ξεφύγω. Νὰ μὴ ντέσῃ κἀνείς μὲ κακὴ γυναῖκα πολλαχ. || Παροιμ. Ἔντεσα μὲ ἀνάποδους καὶ νὰ σάσω δὲ μπορῶ (ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς κακῆς συναναστροφῆς) Ἰόνιοι Νῆσ. || ᾎσμ. Εἶχε καὶ μιˬὰ μηλεˬὰ μέσα ’ς τὴ μέση, χαρά ’ς τονε τὸν νεˬὸ ποῦ θελὰ ᾿ντέσῃ Πελοπν. β) Προσκόπτω, προσκρούω εἴς ἐμπόδιόν τι πολλαχ. : Ἄντεσε τὸ παντελόνι μου 'ς ἕνα ξύλο καὶ σκίστηκε πολλαχ. Ἔdεσε τὸ σκοινὶ ’ς ἕνα καρφὶ Ἄνδρ. Ἔντεσε τὸ φόρεμά μου ἀπάνω ’ς ἕνα καρφὶ καὶ ξεσκίστηκε Παξ. πολλαχ. Ἔdεσε τὸ σκοινὶ ’ς ἕνα καρφὶ Ἄνδρ. Ἔντεσε τὸ φόρεμά μου ἀπάνω ’ς ἕνα καρφὶ καὶ ξεσκίστηκε Παξ. Ἔdεσε ἡ ἄgορα τοῦ βαπωριοῦ Κεφαλλ. || Παροιμ. φρ. Ἔντεσε ᾿ς τὴν τάβλα τοῦ διαόλου (παρεφρόνησε) Στερελλ. (Ἀγρίν.) Παροιμ. Ὅπο͜ιος ’dέσῃ ᾿ς τὸ βάτο ἤ πετσὶ ἢ κόκκαλο θὰ πάρῃ (ὁ βατοςδηλ. Ὁ πρὸς ἀδίκους ἀνθρώπους καὶ ἅρπαγας κοινωνῶν πάντως θὰ ζημιωθῇ) Κεφαλλ. Βάτος δὲν ἀdένει ’ς τὸ σπίτι του (ἐπὶ οἴκου ἐντελῶς γυμνοῦ, πτωχικοῦ, ὅπου βάτος περιαγομένη οὐδὲν εὑρίσκει, ἐνδύματα ἢ στρώματα, εἰς τὰ ὁποῖα. νὰ ἐμπλακῇ) Πελοπν. (Λακων.). Σὲ τέτο͜ιο ξύλο ποῦ ἔντεσα, ἐδῶ θὰ ξημερώσω (ἐπὶ περιπλεχθέντων εἰς δυσχερῆ συναντήματα) ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2273,80. 3) Εὑρίσκω κακὸν συναπάντημα, περιπίπτω εἱς ἐπήρειαν δαιμονίων, ἐξωτικῶν Ἤπ.: Αὐτὴ ἡ ’ναῖκα ἔdισι Ἤπ Μετοχ. ’ντεσμένος=προσβεβλημένος ὑπὸ δαιμονίων Ἤπ. Πελοπν. (Κυνουρ.) Πβ. ἀγγίζω Β3. 4) ᾿Επιτυγχάνω Εὔβ. (Κύμ. ᾽Οξύλιθ.) Μακεδ. (Νάουσ. κἀ.) Πελοπν. (Μάν.): Δὲν εἶχι ἀντέσ’ καλὸ ἄντρα Μακεδ. Ἔντ’σις ἄνθρουπου καλὸ Ναουσ. || Παροιμ. Ὅπου πολυδιˬαλέξῃ, τὸ χειρότερο θὰ ’dέσῃ (ὅποιος διαλέγει πολύ, συνήθως ἀποτυγχάνει εἰς τὴν ἐκλογήν του) Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA