Βλαχούλλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Βλαχούλλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Βλαχούλλης ὁ, Πελοπν. (Βούρβουρ.) Θηλ. Βλαχούλλα ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος διὰ τῆς καταλ. -ούλλης.
Σημασιολογία
Μικρὸς, νεαρὸς Βλάχος : ᾌσμ. Βλαχούλλα -ν- ἐρροβόλαε ἀπὸ ψηλὴ ραχούλλα, φέρνει 'ς τὰ ροῦχα της δροσιˬὰ καὶ ’ς τὰ μαλλιˬά της μόσκο, φέρνει τὴ ρόκκα φουντωτή, τ᾿ ἀδράχτι της γεμᾶτο, Βλαχούλλης τὴν ἀπάντησε . . . . . Πελοπν. (Βούρβουρ.) Βλαχούλλα μ', δὲν παντρεύισι, Βλάχα μ᾽, δὲν παίρνεις ἄντρα; Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. Βλαχούτσικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA