βλαχουνιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαχουνιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλαχουνιˬὰ ἡ, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 109 -Λεξ. Μ'Εγκυκλ. Δημητρ. βλαχ'νιˬὰ Ἤπ. Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) βλαχινιˬὰ Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τῆς καταλ. -ουνιˬά.
Σημασιολογία
1) Οἱ βλαχοποιμένες ὡς σύνολον ἔνθ' ἀν.: Τραυάει ἡ βλαχουνιˬὰ γιὰ τὸν τόπο της ΔΛουκοπ ἔνθ᾽ ἀν. Ξεκίνησε ἡ βλαχουνιˬὰ γιὰ τὰ χειμαδιˬὰ Λεξ. Δημητρ. Πλάκουσ' ἡ βλαχ’νιˬὰ Ἤπ. Ἔπιˬασαν οὕλις τ᾿ς χῶρις οἱ βλαχ’νιˬὲς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ρούχαξιν ἡ βλαχ’νιˬὰ Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. Βλαχιˬὰ 2, βλαχούρα, βλαχουριˬὰ 1. 2) Ἡ χαρακτηριστικὴ ὀσμὴ τοῦ Βλάχου ἢ ἡ ἰδιότης, ὁ τρόπος συμπεριφορᾶς αὐτοῦ, ἀγροικία, χυδαιότης Μακεδ. (Βλάστ.): Μυρίζ' βλαχ’νιˬὲς Συνών. βλαχεˬὰ 1, βλαχίλα 1, βλαχουριˬὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA