βλαχοχώρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαχοχώρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαχοχώρι τό, πολλαχ. βλαχουχώρ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τοῦ οὐσ. χωριό.

Σημασιολογία

Χωρίον Βλάχων: Φρ. Ἔγινε σωστὸ βλαχοχώρι (ἐπὶ θορυβώδους συγκεντρώσεως) Πελοπν. (Μάν.): ᾌσμ. Τό μάθαταν τί γίνηκε πάνου ’ς τὰ βλαχοχώριˬα; Πελοπν. (Λιγουρ.) Κίνησιν οὑ Βλαχουστέργιˬους | γιὰ νὰ πάῃ 'ς τὰ βλαχουχώριˬα Μακεδ. (Σαμαρ.) Μᾶς εἶπαν πέρα πέρασε, πέρα 'ς τὰ βλαχοχώριˬα CFauriel Chants popul. 20. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/