ἀρχάγγελος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχάγγελος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρχάγγελος ὁ, κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ἀρχάgελος πολλαχ. ἀχράγγελος Πόντ. (Κερασ.) ἀρχάντζελος Κάσ. κ.ἀ. ἀρχάτζελος Θήρ. κ.ἀ. ἀρκάγγελος Ροδ. ἀρκάντζελος Μεγιστ. ἀρκάντζελος Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ.) χαρχάγγελος Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν.) Χηλ. χαρχάτζελος Κύθν. χαρχάγγελας Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ὅν. ἀρχάγγελος. Διὰ τὴν ἀντιμετάθεσιν τῶν γραμμάτων ρ καὶ χ ἐν τῷ τύπ. ἀχράγγελος πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι ἔρχομαι-ἔχρουμαι, καρφὶν-καφρὶν κττ. Περὶ τοῦ ἄρκάγγελος καὶ τῶν ἄλλων μετὰ τοῦ κ τύπων ἰδ. ΧΠαντελιδ. Φωνητ. 43.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄρχων, ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων (τοιοῦτοι πιστεύεται ὅτι εἶναι δύο, ὁ Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ) κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. κ.ἀ.): Στέκεται ἀποπάνω μου σὰν τὸ Μιχαὴλ ἀρχάγγελο (ἐπὶ τοῦ ἐνοχλητικῶς ἱσταμένου πλησίον τινὸς ὡς ὁ ψυχοπομπὸς Μιχαὴλ ἵσταται παρὰ τὸν ψυχορραγοῦντα) πολλαχ. Τί στεκόστε ᾿πάνου μου σὰ χαρχαγγέλοι; (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Καλαβρυτ. Μὰ τὸν ἀρχάγγελο! (ὅρκος) Κάρπ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Ἀdὶς νὰ γίνῃς ἄgελος νὰ γιˬάνῃς τὴ bληγή μου, ἐγίνηκες ἀρχάgελος νὰ πάρῃς τὴν ψυχή μου Κρήτ. Φωνὴ ἐξῆρθ᾿ ἐξ οὐρανοῦ ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα, φτάνουν, κερά, τὰ δάκρυˬα, φτάνουν καὶ οἱ μετάνο͜ιες καὶ τόν υἱό σου πιˬάσασι καὶ ᾿ς τοῦ λῃστῆ τὸν πάσι Μῆλ. Ὦ Μιχαὴλ ἀρχάτζελε, κατέβα, βλόησέ τους τσαὶ μὲ ζωὴ εἰρηνιτσή, Θεέ, στερέωσέ τους (γαμήλιον) Θήρ. Ἐννεˬὰ ἀγγέλ᾿ κατέβανε καὶ δώδεκ᾿ ἀρχαγγέλοι Καππ. Ἦρτεν φωνὴ ᾿ποὺ τὸν Θεὸν ταὶ ᾿ποὺ τοὺς ἀρκαντέλους Κύπρ. Τσιˬ ὁ Μιχαὴλ χαρχάτζελος περικαλεῖ τσαὶ λέει Κύθν. 2) Παιδιὰ καθ᾿ ἣν δύο τῶν παικτῶν οἱ μεγαλύτεροι καὶ ἰσχυρότεροι ὁρίζονται ἀρχάγγελοι καὶ στέκουν εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων βημάτων ἀπὸ τὴν μάνναν, περὶ τὴν ὁποίαν μαζεύονται οἱ ἄλλοι παῖκται καὶ λαμβάνει ἕκαστος τὸ ὄνομα ἑνὸς χρώματος. Κατόπιν πλησιάζει ὁ εἷς τῶν ἀρχαγγέλων εἰς τὴν μάνναν καὶ λέγει ὅτι θέλει μιˬὰ κορδέλλα π.χ. κόκκινη. Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦτο τὸν ἀκολουθεῖ. Ἔπειτα ἔρχεται ὁ ἄλλος ἀρχάγγελος καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια καὶ λαμβάνει καὶ ἐκεῖνος ἄλλο χρῶμα. Κατόπιν ὁ πρῶτος καὶ οὕτω καθεξῆς μέχρις ὅτου ὅλοι οἱ παῖκται προστεθοῦν εἰς τοὺς δύο. Τότε οἱ δύο ἀρχάγγελοι στέκονται ἀντιμέτωποι κρατούμενοι ἐκ τῶν χειρῶν, ὄπισθεν δὲ αὐτῶν τοποθετοῦνται οἱ σύντροφοι κρατούμενοι ἕκαστος ἀπὸ τὴν μέσην ἢ τὸ φόρεμα τοῦ πρὸ αὐτῶν καὶ ἕλκονται ἕως ὅτου ἡ μία ὁμὰς νικήσῃ τὴν ἄλλην Στερελλ. (Πλάτ.) 3) Παιδιὰ καθ᾿ ἣν δύο παῖκται, συνήθως κοράσια, κάθηνται ἀντιμέτωποι εἰς μικρὰν ἀπ᾿ ἀλλήλων ἀπόστασιν, οἱ δὲ ἄλλοι παῖκται διέρχωνται διαμέσου αὐτῶν τρέχοντες καὶ προφέροντες τὰς λέξεις ἄγγελος χαρχάγγελος, ὅστις δὲ συλληφθῇ ὑπὸ τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν καθημένων ἀντικαθιστᾷ αὐτὸν καταλαμβάνων τὴν θέσιν του ΑΡουμελ. (Σωζόπ) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀρχάγγελος Εὔβ. Ρόδ. Ἀρχάgελος Θήρ. Ἀρχάντελος Πόντ. (Ὄφ.) Ἀρκάγγελος Λερ. Ἀρκάντελος Κύπρ. Ἀρκάντελο Καλαβρ. (Μπόβ.) Ἀρχαgέλ᾿ Σαμοθρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/