βλέννος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλέννος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βλέννος ὁ, Λεξ. Βλαστ. 431 Δημητρ. βλέννους Λῆμν. βλίννος Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) γλίννος Λεξ. Περίδ. Βλαστ. 431 Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. βλέννος.

Σημασιολογία

Εἴδη ἰχθύος τοῦ γένους βλεννίου (blennius) τῆς οἰκογενείας τῶν κωβιοειδῶν (gobioidei) τῆς τάξεως τῶν ζυγικῶν (jugulares), ὁ τῶν ἀρχαίων βλέννος (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <1929/30> 207).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/