βλεπε͜ιὸν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλεπε͜ιὸν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλεπε͜ιὸν τό, Κύπρ. βλεπκε͜ιὸν Κύπρ. γλεπκε͜ιὸν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἀπὸ τοῦ οὐσιαστικοποιηθέντος ἀπαρεμφάτου βλέπειν τοῦ ρ. βλέπω διὰ τῆς γενικ. τοῦ βλεπε͜ιοῦ ἐσχηματίσθη ὀνομαστ. τὸ βλεπε͜ιὸν. ᾿Ιδ ΣΜενάρδ. ἐν 'Αθηνᾷ 37 (1925) 62.

Σημασιολογία

Προσοχή, προφύλαξις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/