Ἀρχευτούλλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀρχευτούλλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀρχευτούλλης ὁ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. *ἀρχευτὸς<ἀρχεύω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ούλλης.
Σημασιολογία
Ὄνομα πλαστὸν παραμυθίου ἐν ᾧ ἡ ἀλώπηξ ἐννοήσασα ὅτι ὁ σύντροφός της λύκος εἶχε κρύψει μέλι ἐντὸς πίθου ἐπῆγε καὶ ἤρχισε νὰ τρώγῃ, ὅταν δὲ ἐπιστρέψασα ἠρωτήθη ὑπ᾿ αὐτοῦ πόθεν ἔρχεται, εἶπεν ὅτι ἔρχεται ἀπὸ τελετὴν βαπτίσματος, ἐρωτηθεῖσα δὲ πάλιν πῶς ὠνομάσθη τὸ βαπτισθὲν νήπιον ἀπεκρίθη «Ἀρχευτούλλης», διότι ἤρχισε νὰ τρώγῃ τὸ μέλι. Συνών. *Ἀρχινητίτσης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA