ἀντεροκόφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεροκόφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντεροκόφτω ἀμάρτ. (Ἄμφ.) ἀντεροκόβω Βιθυν. Στερελλ. ἀdεροκόβω Κρήτ. ᾿ντεροκόβω Καρ. (Μοῦγλ.) Κάρπ. ᾿ντιρουκόβου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’ντεροκόβγω Τῆλ. ’ντεροκόβγιˬω Ρόδ. ᾿dεροκόβγω Κάλυμν. Μέσ. ἀντεροκόβκομαι Κύπρ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραουδ 1,113 ἀντεροκόβgομαι Κύπρ. ἀdεροκόβομαι Κέρκ. ’ντεροκόβγομαι Κῶς
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντερο καὶ τοῦ ρ. κόφτω.
Σημασιολογία
Α) ᾿Ενεργ. 1) Οἱονεὶ σπῶ, πλήττω τὰ ἔντερά τινος, ἤτοι κτυπῶ. δέρνω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Θὰ σὶ ’ντιροκόψουνε μὶ κἄνα ξύλου, μὴν πααί’ς ἰκεῖ. Τοὺ ᾿ντιρόποψα τοὺ σ’λλὶ ποῦ ’ρθι νὰ μ᾿ φάῃ τ᾿ ἀβγά. 2) Προξενῶ ἐντερικὰς ἐνοχλήσεις, πόνους κττ. Βιθυν. Κρήτ. Στερελλ. (Ἄμφ.): Τὸ φαεἴ ποῦ ’φαγα σήμερα μ᾿ ἀντερόκοψε Ἄμφ. ᾿Ηπιˬα τὸ κρασί σου καὶ μ᾿ ἀντερόκοψε, ξίδι ἤτανε Βιθυν. 3) Προξενῶ εἴς τινα τρόμον, ταράττω τινὰ Βιθυν. Καρ. (Μοῦγλ.) Κέρκ. Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς Ρόδ. Τῆλ.: Ἐντερόκοψες με, ἀσυχχώρετε! Τῆλ. ᾽Εντερόκοψες τοὺς μικροὺς Ρόδ. ᾿Ντεροκόπηκα ποῦ τὸν εἶδα Κῶς. Καὶ ἀμτβ. αἰσθάνομαι τρόμον, ταράττομαι: Τό ’κουσα κιˬ ἀντεροκόπησα Βιθυν. 4) Ζηλεύω, φθονῶ Κύπρ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 1,113: Ποίημ. Ὅσες σοῦ μπλάσουσιν, ἀντεροκόβκουνται, ζουλοφτονοῦν τὰ κάλλη σου, τὴν νεˬότην ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. Β) Μέσ. 1) Κουράζομαι Στερελλ. (Αἰτωλ.): ’Ντιρουκόφκα ἀπ’ τοῦ πουλὺ τοὺ φορτουμα 2) Στενοχωροῦμαι πολύ, λυσσῶ ἐκ τοῦ πάθους Κύπρ.: Ἀντεροκόβκετουν ’ποὺ τὸν θυμόν του. Πβ. ἀντεροδιˬαλύνω, ἀντεροθερίζω, *ἀντεροπαίω, ἀντερολύνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA