ἀντεροκοψίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεροκοψίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
ἀντεροκοψίδα ἡ, ἀμάρτ. ᾿dιρουκουψίδα Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄντερο καὶ κοψίδα.
Σημασιολογία
Σκώληξ μικρὸς καὶ λεπτὸς ἐνδιαιτώμενος εἰς τὸ ὕδωρ καὶ προξενῶν ἐντερικὰς ἐνοχλήσεις εἰς τοὺς πίνοντας: Μὴ πί’ς ἀπ᾿ αὐτὸ τοὺ νιρό, ἔ’ ᾿dιρουχουψίδις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA