γιˬασμᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬασμᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬασμᾶς ὁ, Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Καππ. (Μισθ. Φλογ.) Κρήτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.) Πόντ. (Χαλδ.) ἀγιˬασμᾶς Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaşma = πέπλος.
Σημασιολογία
Γυναικεῖον κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ποικίλου καὶ ζωηροῦ χρωματισμοῦ ἔνθ’ ἀν.: Βάλε τὸ γιˬασμᾶ ’ς τὴ gεφαλή σου, νὰ μὴ σοῦ τὴ bονέσῃ ὁ ἥλιος Μαλάκ. || ᾎσμ. Δὲ θέλω τὴν ἀγάπη σου, δὲ θέλω τὴ φιλιˬά σου, δῶσε μου τὸ μαdήλι μου καὶ πᾶρε τὸ γιˬασμᾶ σου (φιλιὰ = φιλία) Κρήτ. Μενεξελήδικο γιˬασμᾶ φορεῖς ᾿ς τὴ gεφαλή σου κιˬ ἀνάθεμα τὴ Βενεθιὰ κ’ ἔχει καλύτερή σου αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA