ἀρχὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρχὴ ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Τσακων. ἀρὴ Ἀμοργ. Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ.) Μύκ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀαχὴ Σαμοθρ. ἀρκὴ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κάρπ. Κεφαλλ. Κύπρ. Κῶς Νίσυρ. Πόντ. (Οἰν.) Σύμ. Χίος (Πυργ.) κ.ἀ. ἄρχη Πελοπν. (Λάκων. Μάν. κ.ἀ.) – ΑΚαρκαβιτσ. Ἀρχαιολογ. 30 ἀρσὴ Ἀμοργ. Μεγιστ. ἄρση Πόντ. (Ἀμισ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀρχή.

Σημασιολογία

1) ᾿Αφετηρία χρονικὴ ἢ τοπικὴ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Οἰν. Κερασ. Τραπ.) Τσακων.: Ἀρχὴ τοῦ Γενάρι - τοῦ Φλεβάρι - τοῦ Μάρτι κτλ. Ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριˬοῦ - τῆς λειτουργίας - τοῦ μῆνα - τοῦ παραμυθιˬοῦ - τῆς Σαρακοστῆςτοῦ χειμῶνα - τῆς χρονιˬᾶς κτλ. Ἀρχὴ τοῦ βιβλίου - τοῦ δρόμου - τῆς γραμμῆς - τῆς κλωστῆς - τοῦ σκοινιˬοῦ κτλ. Λέγω ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος. ᾿Σ τὴν ἀρχὴ ἢ ᾽ς τοὶς ἀρχὲς (κατ᾿ ἀρχάς, τὸ πρῶτον) κοιν. Ἀπὸ πρώτη ἀρχὴ ἢ ἀπὸ τὴν πρώτη ἀρχὴ (εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς) σύνηθ. Ἀπ᾿ ἀρχῆς (ἀρχῆθεν) πολλαχ. καὶ Οἰν. Ἀποὺ μιˬὰ ἀρχὴ Μακεδ. (Καταφύγ.) ᾿Ποὺ μιˬᾶς ἀρκῆς Κύπρ. Ἀπὸ τὴν ἀρχῆς ὣς ἐδῶ Θήρ. Φρ. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἢ ἀπ᾿ ἀρχῆς (πάλιν ἐξ ἀρχῆς) κοιν. Χρόνε τσαὶ πά᾿ ἀρχὴ (κατ᾿ ἐπανάληψιν, διαρκῶς) Σκῦρ. Παροιμ. φρ. Δὲν ἔχει μήτε ἀρχὴ μήτε τέλος (εἶναι πολὺ πολύπλοκον καὶ δυσδιάλυτον) κοιν. Οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος βρίσκεις (ἐπὶ πράγματος ἀσυναρτήτου) Αἴγιν. Δὲν εἶν᾿ ἀρκὴ καὶ τέλος (ἐπὶ τῶν συνήθως συμβαινόντων) Κάρπ. Τὴν ἀρήν, τὸ τέλος καὶ τὴ μέσεν ᾽κὶ ξέρ᾿ (ἐπὶ τοῦ ἰσχυριζομένου μὲν ὅτι γνωρίζει τι, ἀλλ᾿ ἀγνοοῦντος τὰ κύρια σημεῖα αὐτοῦ) Τραπ. || Γνωμ. Κάθε ἀρχὴ ἔχει καὶ τέλος σύνηθ. Ἀρσὴ τσαιροῦ λεβάντες Μεγίστ. || ᾎσμ. Ἀνάθεμα καὶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν κακὴ τὴν ὥρα ποῦ σ᾿ εἶδαν τὰ ματάκιˬα μου καὶ τί νὰ γίνω τώρᾳ Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄρχασι. β) Ἡ πρώτη, ἡ κυρία αἰτία κοιν.: Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ. γ) Τὸ νὰ ἀρχίσῃ τι νὰ γίνεται ἢ τὸ νὰ ἀρχίσῃ τις νὰ κάμνῃ τι κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ.) Πόντ. (Οἰν. Κερασ. Τραπ.) Τσακων.: Καλὴ ἀρχὴ ἢ καλὴ ἀρχὴ καὶ καλὸ τέλος! (εὐχὴ πρὸς τὸν κάμνοντα ἔναρξιν) κοιν. || Φρ. Κάνω ἀρχὴ (ἀρχίζω) κοιν. Βάνω ἢ βάζω ἀρχὴ (συνών. τῆ προηγουμένῃ) πολλαχ. || Γνωμ. Κάθε ἀρχὴ καὶ δύσκολη κοιν. Κακὴ ἀρχή, κακὸ τέλος σύνηθ. Τὸ φαεῖ καὶ τὸ ξύσιμο ἀρχὴ θέλει Πελοπν. (Παππούλ.) || ᾌσμ. ᾿Σ ἕνα βασιλικὸ μπαξὲ θὰ κάτσω διπλοπόδι, νὰ βάλ᾿ ἀρχὴ νὰ τὴν παινῶ τὴ μάνα καὶ τὴν κόρη Νίσυρ. Ἀρκὴν ἀρκεύκω τὸ λοιπὸν τ᾿ οὕλοι ν᾿ ἀφικραστῆτε Κύπρ. 2) Τὸ πρόσωπον ἢ τὰ πρόσωπα τὰ ἀποτελοῦντα τὴν ἐξουσίαν λόγ. σύνηθ.: Ἀρχὴ τοῦ τόπου. Θὰ τὸν πάω ᾿ς τὴν ἀρχή. Θὰ πάῃ νὰ τὸν καταγγείλῃ ᾿ς τήν ἀρχή. Νὰ πάς νὰ φέρῃς τὴν ἀρχή. Τί νὰ σοῦ κάνῃ κ᾿ ἠ ἀρχή, δὲ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάνῃ ὅλα. Ὁ δεῖνα τά ᾿χει καλὰ μὲ τοὶς ἀρχὲς σύνηθ. Τοὺν δεῖνα τοὺν ἔχουμι ἀρχὴ ἰδῶ Μακεδ. 3) ᾿Εν συνεκφορᾷ συνήθως μετὰ τοῦ πρῶτα ἐπιρρηματ., κατ᾿ ἀρχάς, τὸ πρῶτον, κατ᾿αἰτιατ. καὶ γενικ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Ἀμισ.): Πρῶτα κιˬ ἀρχὴ ἢ πρῶτα κιˬ ἀρχῆς. Ἀρχὴ ἀρχὴ κοιν. Ἀρχη τό ᾿κουσα ἐγὼ Θήρ. Ἀρσῆς Ἀνακ. Ἀρχῆς ποῦ πῆε (ὅτε τὸ πρῶτον ἐπῆγε) Σῦρ. Ἀρκήν μου τὸ θωρῶ (πρώτην φορὰν κτλ.) Νίσυρ. Ἀρχῆ τῆς εἶπαν πῶς ἔφυγε καὶ στερνὰ πῶς λαβώθηκε ἀγν. τόπ. Ἀρσὴν πῆρε μεγάλη του κόρη ἕνα χρυσὸ μῆλο ᾿ς σὸ έρι της, ἔρριξε (ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ. ᾌσμ. Θὰν ἦρτι τοὺ θανατικὸ ᾿ς τὴν ἔρημη τὴ χώρα, ἀρχὴ πῆρι τοὺν Κουσταντᾶ κ᾿ ὕστιρα τ᾿ ἀδιρφάκιˬα Μακεδ. (Νιγρίτ.) Ἀφέντη μου πρωτότιμε καὶ πρωτοτιμημένε, ἀρχῆς ὁ Θεός σὲ τίμησε κ᾿ ὕστερα ὁ κόσμος ὅλοςἬπ. Τσαὶ γε͜ιά σου γε͜ιά σου, Διενῆ, ἀρκὲς ἀρκὲς π᾿ ἀγάπας εἰς τὲς ὀσκιˬὲς τοῦ φεγγαρκοῦ ἐδκιˬάλεγες τ᾿ ἐπάτας (ὀσκιˬὲς= σκιὲς) Κύπρ. 4) Ἐπιθετικ., πρώτη Ποντ. (Οἰν.): Ἀρχὴ φορά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/