βλεπητερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλεπητερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βλεπητερὸς ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *βλεπητὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ τόπου, μακρόθεν ὁρώμενος, ἄποπτος ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ ἀφ' οὗ ἡ θέα εἶναι εὐρεῖα, ἀναπεπταμένη Λεξ. Δημητρ.: Βλεπητερὴ ταράτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA