βλεπητικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλεπητικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλεπητικὸς ἐπίθ. Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. 300 Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλεπητὴς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανιχνευτικός, κατασκοπικὸς Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Καράβι βλεπητικὸ Λεξ. Βλαστ. 2) Τὸ οὐδ. πληθ. Βλεπητικὰ οὐσ., ἡ ἀμοιβὴ τοῦ βοσκοῦ Κρήτ. Συνών. βλέπιστρον 1. Πβ. βλέπηθρον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/