ἀντεροσπασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεροσπασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντεροσπασμὸς ὁ, Θρᾴκ. ἀdιρουσπασμὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) ᾿ντεροσπασμὸς Νίσυρ. ’dιροσπασμὸς Σύμ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντεροσπασμός. Πβ. Θυσ. Ἀβραὰμ στ. 504 (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 1,244) «τοιούτους ἀντεροσπασμοὺς σήμερον ἀνημένω».
Σημασιολογία
1) ᾿Ενόχλησις τῶν ἐντέρων προερχομένη ἐξ ἀερίων Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.): Ἄφ᾿σε με κ’ ἔχω ἕνα ἀντεροσπασμὸ μέσα μου Θρᾴκ. 2) Τρόμος, φόβος Νίσυρ. Σύμ.: ’Dιροσπασμὸς μ᾽ ἔπιˬασε Σύμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντερόσπασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA