ἀντεροσπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντεροσπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντεροσπῶ ἀμάρτ. ᾽ντεροσπῶ Καρ. (Μοῦγλ.) Κάρπ. Κάσ. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. Χάλκ. ’dεροσπῶ Κάλυμν. Κρήτ. ᾿dιροσπῶ Σύμ

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄντερο καὶ τοῦ ρ. σπῶ.

Σημασιολογία

Τρομάζω, φοβίζω τινὰ Κάρπ. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χάλκ.: Ἐντερόσπασές με, κακόμοιρε! Νίσυρ. Μὲ ᾿ντερόσπασες μ᾿ αὐτὸ τὸ μαντᾶτο ποῦ μοῦ ’πες Κῶς ᾽Εντερόσπασές με πάλε,ἀσυχ-χώρετε! Τῆλ. Καὶ ἀμτβ. φοβοῦμαι, δειλιῶ Κάλυμν. Καρ. (Μοῦγλ.) Κάσ. Κρήτ. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ.: Ὅταν εἶδα τὸ φίδι, ’ντερόσπασα Ρόδ. Τὴν ὥρα ποῦ τὸν εἶδα ’ντερόσπασα Κῶς ᾿Εκε͜ιὰ ποὺ τὸν εἶδα π’ ἐπρόβαλε ἐdερόσπασ’ ἀποὺ τὸ φόβο μου Κρήτ. || ᾎσμ. Ἀπὸ ἐκεῖ’ὰ τὀν ἤβαλες νὰ πάῃ νὰ περάσῃ, νὰ τὸν ἰῇ ὀ γάρος μου νὰ πά ’νὰ ᾿ντεροσπάσῃ; (’ὰ=δά, ἰῇ=ἰδῇ, γάρος=γάδαρος) Κάσ. Πβ. ἀντεροκόφτω, ἀντεροδιˬαλύνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/