βαβακόπουλλον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβακόπουλλον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαβακόπουλλον τό, βαβατσόπον Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βαβάκιν, παρ’ ὃ καὶ βαβάτσιν, διὰ τῆς καταλ. –πουλλον.

Σημασιολογία

Βρέφος: Ἐθαρεῖς σαράντα ἡμερῶν βαβατσόπον εἶσαι! (εἴρων. ἐπὶ μεγάλου). Συνών. ἴδ. ἐν λ. βαβάκαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/