γαΐλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαΐλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαΐλα ἡ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κωνπλ. Λῆμν. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Τῆν. γάιλα Προπ. γκαΐλα Ἤπ. γκάιλα Λεξ. Βλαστ. 423 καΐλα Καππ. γάιλας ὁ, Ἴμβρ. Προπ. (Ἀρτάκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. γαγίλα ἢ γαγύλα. Πβ. Δουκ. Διὰ τὸ γαγίλα πβ. Πέτρον Θεουπόλεως ἐν P. G. 120, 800ζ «Βιθυνοὶ γὰρ καὶ θρᾷκες καὶ Λυδοὶ γαγύλας καὶ κολοιοὺς καὶ τρυγόνας . . . ἐσθίουσι».

Σημασιολογία

1) Τὸ πτηνὸν καρακάξα Ἤπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἴμβρ. Καππ. Κωνπλ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.): Κορώνα καὶ γαΐλα νὰ γίνεσαι! (ἀρὰ) Κοτύωρ. Συνών. γαΐλι 1, γαϊλίτσι. 2) Κόραξ Ἤπ. Λῆμν. Τῆν. Συνών. γαΐλι 2. 3) Κίσσα Λεξ. Βλαστ. 4) Γλαὺξ Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/