γιˬατακάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατακάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατακάκι, τό, Κρήτ. (Ἡράκλ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιˬατάκι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὸν γιˬατάκι 1, τὸ ὁπ. βλ.: ᾎσμ. Εἷdα μὲ θὲς Χερὶφ πασᾶ κ’ ἔπεψες κ’ ἔπηρές με κιˬ ἀπὸ τὸ γιˬατακάκι μου ἦρθες κ᾽ ἐξύπνησές με;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA