βαβαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαβαλίζω Ἤπ. Κάρπ. Κρήτ. Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ. βαελίζω Ἰκαρ. Σύμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. βαυβαλίζω. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 436.

Σημασιολογία

Ὁ τύπ. βαελίζω ἐκ τοῦ ἀμαρτ. βαβελίζω κατ' άνομ. 1) Λικνίζω καὶ ἀποκοιμίζω τὸ βρέφος ὑπᾴδων βαυκάλημά τι, βαυκαλίζω Ἤπ. Ἰκαρ. Κάρπ. Κρήτ. Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Τρεῖς ἀδελφάδες στέκοντο καὶ τὸν ἐβαβαλίζαν Νίσυρ. Συνών. βαϊλίζω, νανουρίζω. 2) Περιποιοῦμαι Κρήτ.: ᾎσμ. Ἕνα ζιbούλι μ᾽ ἄρεσε κ’ εἰς τὴ gαρδιά μου βάλθη κ᾿ ἐπήγαινα καθημερ’νῶς μὲ πόθο πότιζά το, μὲ πόθο τὸ βαβάλιζα, κυρφοκαμάρωνά το. 3) Ἀμτβ. ταλαντεύομαι ἐλαφρῶς κατὰ τὴν βάδισιν Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/