γιˬατάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬατάκι τό, κοιν. γιˬατά’ βόρ. ἰδιώμ. γιˬατ-άκι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. γιατ-άκιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Σύμ. γιˬατ-τάκι Κῶς Ρόδ. γιˬατθάκι Κῶς Νίσυρ. Συμ. γιˬατάτσι Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ. Κουρ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Μύκ. Πελοπν. (Ξεχώρ.) Σίκιν ᾽ιˬατάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ιˬατά’ Μακεδ. (Κοζ.) γιˬαdάκι Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yatak = κλίνη, κοίτη.

Σημασιολογία

1) Κλίνη, στρωμνὴ, γενικῶς κατάλυμα κοιν.: Πάω ’ς τὸ γιˬατάκι μου, νὰ τυλιχτῶ ’ς τὰ ροῦχα μου νὰ ζεσταθῶ Α. Κρήτ. Μόλις σκοταδιˬάσει, θὰ φᾶμε καὶ θὰ πᾶμε ᾿ς τὸ γιˬατάκι μας γιˬὰ ὕπνο Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔχω στρωμένο μὲ λατσούνιˬα τὸ γιˬατάκι μου (λατσούνια = κλαδιὰ ἐλάτου) Πελοπν. (Μαζαίικ.) Τὸν ηὗρα ᾿ς τὸ γιˬατάκι του καὶ ρουχάλιζε Πελοπν. (Αἰγ.) Κατέβηκα ἀπὸ τὸ γιˬατάκι καὶ κοιμήθηκα στρωματσάδα Ἰθάκ. Πῆρε ἕνα διˬαουλοκρύωμα, ποὺ τὸν ἔρριξε ’ς τὸ γιατάκι αὐτόθ. Πά’ νὰ στρώσω τὸν ἄχερζῶνα μὲ καλοτσοιμηθιά, θὰ κάμω καλὸ γιˬατάτσι (καλοτσοιμηθιὰ = τὸ φυτὸν Ἑλίχρυσον τὸ ἰταλικὸν) Σίκιν. Ἔστ’σα τοὺ γιˬατά᾽ μ᾽ πάν’ ’ς ἕναν ἔλατου Εὔβ. (Στρόπον.) ’Σ τ’ ἀμπέ’, ’ς τ’ μιγάλ’ ἀχλαδιὰ ἔχου στή’ τοὺ γιˬατά’ μ’ γιὰ τοὺ καλουκαίρ’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Πάω γιὰ τὸ γιˬατάκι μου νὰ πέσω Σίφν. Τραύα ᾿ς τὸ γιˬατ-άκι σου, μὴν κοιμᾶσαι ἐδῶ! Κῶς ’Φτηδὰ ἡ προβιὰ εἶναι τὸ γιˬατ-άκιμ-μου Κῶς (Καρδάμ.) Ἔφκε͜ιασι τοὺ γιˬατά’ τ’ κὶ δὲν ἔ’ ἀνάγ’ κανένα Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Πάω νὰ πέσω ’ς τὸ ᾽ιˬατάκι μου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἠδιˬάταξε τὶς δοῦλες κ’ ἐπῆραd-dον ᾿ς τὸ γιˬατθάκιd-dου Σύμ || Ποῦ θὰ πᾶς γιˬατά’ ἀπόψ’ κ’μπάρι; (ποῦ θὰ κοιμηθῇς) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Γνωμ. Σὲ Τούρκικο τραπέζι νὰ τρῶτε, σὲ γιˬατάκι νὰ μὴ gοιμηθῆτε! (διὰ τὸ ἐπικίνδυνον τοῦ πράγματος) Προπ. (Μαρμαρ.) Ἀποὺ τιμπέ’ κὶ γέρουντα θά βρῇς καλὸ γιατά’ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἀλλοῦ ἀπ’ τοὺ γιˬατά’ μ᾿ δὲν εἶνι καλύτερα Μακεδ. (Δεσκάτ.) || ᾌσμ. Μὰ σὺ θαρρεῖς πὼς σ’ ἤφηκα, μικρό μου, καὶ φοβᾶσαι, μὰ ’γώ ’χω μέσα ’ς τὴ gαρδιὰ γιˬατάκι καὶ κοιμᾶσαι Κρήτ. Μέσα ’ς τὴ μέσα gάμαρα, ’ς τὰ σκοτεινὰ γιˬατάκιˬα, ἐκε͜ιὰ τὸν ἐξορίσανε τὰ μαῦρα σου ματάκια αὐτόθ. Ἐνύχτωσα καὶ βράδυˬασα ’ς τὸ ἔρημο σοκάκι, ἔβγα, ψυχή μ, καὶ μάσε με, δὲν ἔχ’ ἀλλοῦ γιˬατάκι Ἤπ. Συνεκδ. ἡ κλινοστρωμνὴ Ρόδ. Σήκωσε τὰ γιˬατ-άκιˬα. β) Κρησφύγετον εἰς ἀπόκρημνον καὶ δύσβατον μέρος τῶν ἀρματολῶν καὶ κλεφτῶν ἐπὶ τουρκοκρατίας ἢ καὶ τῶν ληστῶν κατὰ τους μετέπειτα χρόνους πολλαχ.: Ἐδῶ ἔχ’ νε τὸ γιˬατά’ τ᾿ς (ἐνν. οἱ λησταὶ) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Οὑ καπιτάνιˬους εἶνι ’ς τοὺ γιˬατά’ τ’ Στερελλ. (Περίστ.) || ᾌσμ. Θέ μου, καὶ τί νὰ γίνηκαν ὅλ’ οἱ καπεταναῖοι; Μαυρίσαν τὰ γιˬατάκια τους κ’ εἶναι χορταριασμένα Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Κ’ οἱ κλέφτες ἐπλακώσανε καὶ τὰ νησιˬὰ γεμίσαν κ’ οἱ Μπαρδουνιˬῶτες πᾶν’ κοdά, ποὺ ξέρουν τὰ γιˬατάκιˬα Πέλοπν. (Μάν.) Κιˬ ἀκῶ τὰ δέντρα καὶ βογγοῦν καὶ τὶς ὀξυˬὲς νὰ σκούζουν καὶ τὰ γιˬατάκιˬα τῶν κλεφτῶ νὰ κλαῖν τὸν καπετάνιˬο Πελοπν. (Μαντίν.) Νὰ πάρω δίπλα τὰ βουνά, νὰ περπατήσω λόγγους, νὰ βρῶ λημέριˬα τῶν κλεφτῶν, παλληκαριˬῶν γιˬατάκιˬα Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Σήκου, Νάσου μ’, νὰ φίβγουμι’ποὺ τοῦτα τὰ λημέριˬα, μᾶς ἔμαθαν τοὺς φίλους μας κὶ τὰ παλιˬὰ γιˬατάκιˬα Μακεδ. (Καστορ.) Συνών. λημέρι, λόζιος, μονή. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ Γιˬατάτσι Πελοπν (Λαγκάδ.), Τοῦ Καμπελάδου τὸ Γιατ-άκι Μεγίστ γ) Μετων., κλεπταποδόχος Ἤπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν.: Ἦταν γιˬατάκι ὁ πατέρας τοῦ δεῖνα Πελοπν. δ) Φωλεά, καταφύγιον ζῴου πολλαχ.: Ξεπέταξε τὸ λαγὸ ἀπ᾿ τὸ γιˬατάκι του Πελοπν. (Ξηροκ.) Ἡ κατσούλα μας ψαχουλεύει νὰ βρῇ γιˬατάτσι Πελοπν. (Ξεχώρ.) Πέτυεν dὸν λαὸν ’ς τὸ γιˬατ-άκιν dου (λαὸν = λαγὸν) Κῶς (Καρδάμ.) ’Κεῖ ’ς τοὺ βράχου ἔ᾽ τοὺ γιˬατά’ τ᾿ς κὶ κ’βαλάει τὰ κουττόπ’λλα (ἐνν. ἡ ἀλεποῦ) Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἡ γίδα ’μᾶτι ᾿ς τοὺ γιˬατά’ τ᾿ς Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) 2) Ἡ κοίτη τοῦ πλοίου Ζάκ. 3) Ἡ κατὰ τὸ μέσον τῆς ἄνω κινητῆς μυλόπετρας τοῦ ἀνεμομύλου στρογγυλὴ ὀπὴ Θάσ. Λῆμν. 4) Κατὰ πληθ. γιˬατάκιˬα, αἱ ἐγκοπαὶ ἐντὸς τῶν ὁποίων ἐνσφηνοῦνται οἱ πυριτόλιθοι κάτωθεν τῆς τυκάνης διὰ τὸν ἁλωνισμὸν τῶν δημητριακῶν Σαμοθρ. 5) Τὸ λεπτότερον μέρος τῆς κώπης, ὅπου προσδένεται ὁ σκαρμὸς Ἁλόνν. Σκόπ. γιατακιάζω Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ. Καρυὰ Κορινθ. Λάστ.) γιατακιάζου Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. (Γραν. Ναύπακτ. Σπάρτ.) γιατ-ακιάζ-ζω Κῶς (Καρδάμ.) Ρόδ. γιατθακιάζ-ζω Κῶς (Καρδάμ.) Ἐκ τοῦ οὐσ. γιατάκι. Α) Κυριολ. 1) Ὁδηγῶ τινὰ εἰς κλίνην διὰ νὰ κοιμηθῇ Κῶς (Καρδάμ.) Στερελλ (Γραν.) Καὶ ἀμτβ. ἐγκαθίσταμαι, πηγαίνω εἰς τὸ «γιατάκι» μου Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. (Γραν.): Εἶχαν γιατακιάσ’ οἱ κλέφτις μέσα ἰκεῖ ’ς τ’ μιγά’ τ’ σπηλιὰ Κουκούλ. Ἔκαμα πὼς γιατάκιασα κι ἀπὲ ’κώθ’κα κ᾽ ἔφ’γα Γραν β) Φυλακίζω Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ. Λάστ.): ᾎσμ. Μέσ’ ’ς τὸ ληνὸ γιατάκιασα τοὺς Κολοκοτρωναίους, μικροί, μεγάλοι ᾿ς τ’ ἄρματα, τοὺς κλέφτες νὰ σκοτώσ’τε Λάστ. γ) Ἐγκλείω ζῷα εἰς τὴν φωλεάν των, εἰς τὸ κατάλυμά των Κῶς (Καρδάμ.) Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) Ρόδ.: Τὴν ἡμέρα τὸ γιατακιάζουν τὰ πράματα (= ζῷα) Καρυὰ Κορινθ. Πᾶμε νὰ γιατ-ακιασωμε τοὺς χοίρους Καρδάμ. Τὰ γιατθακιάζ-ζω τὰ ζᾶ κοντὰ ’ς τὴ μάντρα αὐτόθ. Καὶ ἀμτβ. ἐπὶ ζῴου, καταφεύγω εἰς τὴν φωλεάν μου Στερελλ. (Ναύπακτ.) Συνών. λοζιάζω, μονιάζω, φωλιάζω. Β) Μεταφ. 1) Ἐπὶ νόσου, καταβάλλω τινὰ Στερελλ. (Γραν.): Μὶ γιατάκιασι γιὰ καλὰ ἡ θέρμ’. Συνών κρεββατώνω. 2) Φονεύω τινά, τὸν ρίπτω κατὰ γῆς Στερελλ. (Γραν. Σπάρτ.): Τοὺν γιατάκιασαν τοὺ Σπύρου ἰχτὲς τ’ νύχτα Γραν. Τοὺν ηὗρι π᾿ ’μόνταν κὶ τοὺν γιατάκιασι ἀδεκεῖ Σπάρτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/