γιατακιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιατακιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιατακιάζω Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ. Καρυὰ Κορινθ. Λάστ.) γιατακιάζου Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. (Γραν. Ναύπακτ. Σπάρτ.) γιατ-ακιάζ-ζω Κῶς (Καρδάμ.) Ρόδ. γιατθακιάζ-ζω Κῶς (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιατάκι.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁδηγῶ τινὰ εἰς κλίνην διὰ νὰ κοιμηθῇ Κῶς (Καρδάμ.) Στερελλ (Γραν.) Καὶ ἀμτβ. ἐγκαθίσταμαι, πηγαίνω εἰς τὸ «γιατάκι» μου Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. (Γραν.): Εἶχαν γιατακιάσ’ οἱ κλέφτις μέσα ἰκεῖ ’ς τ’ μιγά’ τ’ σπηλιὰ Κουκούλ. Ἔκαμα πὼς γιατάκιασα κι ἀπὲ ’κώθ’κα κ᾽ ἔφ’γα Γραν β) Φυλακίζω Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ. Λάστ.): ᾎσμ. Μέσ’ ’ς τὸ ληνὸ γιατάκιασα τοὺς Κολοκοτρωναίους, μικροί, μεγάλοι ᾿ς τ’ ἄρματα, τοὺς κλέφτες νὰ σκοτώσ’τε Λάστ. γ) Ἐγκλείω ζῷα εἰς τὴν φωλεάν των, εἰς τὸ κατάλυμά των Κῶς (Καρδάμ.) Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) Ρόδ.: Τὴν ἡμέρα τὸ γιατακιάζουν τὰ πράματα (= ζῷα) Καρυὰ Κορινθ. Πᾶμε νὰ γιατ-ακιασωμε τοὺς χοίρους Καρδάμ. Τὰ γιατθακιάζ-ζω τὰ ζᾶ κοντὰ ’ς τὴ μάντρα αὐτόθ. Καὶ ἀμτβ. ἐπὶ ζῴου, καταφεύγω εἰς τὴν φωλεάν μου Στερελλ. (Ναύπακτ.) Συνών. λοζιάζω, μονιάζω, φωλιάζω. Β) Μεταφ. 1) Ἐπὶ νόσου, καταβάλλω τινὰ Στερελλ. (Γραν.): Μὶ γιατάκιασι γιὰ καλὰ ἡ θέρμ’. Συνών κρεββατώνω. 2) Φονεύω τινά, τὸν ρίπτω κατὰ γῆς Στερελλ. (Γραν. Σπάρτ.): Τοὺν γιατάκιασαν τοὺ Σπύρου ἰχτὲς τ’ νύχτα Γραν. Τοὺν ηὗρι π᾿ ’μόνταν κὶ τοὺν γιατάκιασι ἀδεκεῖ Σπάρτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA