ἀντερωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντερωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντερωμάρα ἡ, Στερελλ. (Ἄμφ.) ἀντιρουμάρα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) ἀdιρουμάρα Λέσβ. Σάμ. ’ντιρουμάρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντέρωμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρα.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἐκτείνῃ τις συχνὰ μετ’ ἐντάσεως τὰ μέλη τοῦ σώματος δι᾿ ἀδιαθεσίαν ἢ νωθρότητα Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ. Ἀρτοτ.): Εἶχε μιˬὰ ἀντερουμάρα ἀνυπόφορη Ἄμφ. Ἔχου νιˬὰ ἀντιρουμάρα, μὶ πέθανι, θὰ θιρμαθῶ Αἰτωλ. Μ᾿ ἔπιˬασι νιˬὰ ’ντιρουμάρα τρανή, μὶ πιριμέ’ θέρμ᾿! αὐτόθ. 2) Ἀδιαθεσία Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA