ἀντερωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντερωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντερωσιˬὰ ἡ, Στερελλ. (Ἄμφ.) -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀντέρωσι.
Σημασιολογία
Τὸ σύνολον τῶν ἐντέρων, τὰ σπλάχνα ἐν γένει τοῦ σφαγίου Συνών. ἀντεριˬὰ, ἀντερικό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA