ἀρχιδαριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχιδαριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρχιδαριˬὰ ἡ, Ἀθῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρχίδι καὶ τῆς καταλ. -αριˬά.
Σημασιολογία
Περιληπτικῶς οἱ ὄρχεις: Παροιμ. Ἀφορμὴ θέλει ὁ σπασμένος πῶς πονεῖ ἡ ἀρχιδαριˬά του (ἐπὶ τοῦ ἐπιζητοῦντος παντοῖα προσχήματα πρὸς συγκάλυψιν ἐλαττωμάτων ἢ παθημάτων). Συνών. ἀρχιδαρε͜ιό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA