βαβίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαβίζω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασαρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Μάν. Μαντίν. Μεσσ Οἰν.) Σέριφ. κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. βαβίζου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ (Ἀράχ.) κ.ἀ. βαδίζω Ζὰκ. βαβλίζω Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς πεποιημένης λέξεως βάβ. Ἡ λ. καὶ μεσν. ᾿Ιδ. Δουκ. (λ. βαβύζειν). Διὰ τὸ βαδίζω ἰδ. Β (βῆτα) 6.

Σημασιολογία

1) Ὑλακτῶ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Βαβίζει σὰν τὸν τούλλο (ἐπὶ φλυάρου) Μέγαρ. || ᾿Επῳδ. Ὁ Χριστὸς ἐπέρασε, σκύλλος τὸν ἐβάβιξε Ἁθῆν. Σκύλλος ἐβάβλιξε κιˬ ἂν ἐβάβλιξε, δὲ μ’ ἐδάgασε Κύθηρ. || Παροιμ. φρ. Τὸ σκυλλὶ ᾿κεῖ ποῦ τρώει ᾿κεῖ βαβίζει (ἐπὶ τοῦ ἀνταποδίδοντος τὴν εὐεργεσίαν καὶ ὑποστηρίζοντος δι’ ἔργων ἢ λόγων τὸν εὐεργέτην) Κορινθ. Τοῦ σκυλλιˬοῦ ποῦ σὲ βαβίζει ρῖξ’ τ᾿ ἕνα κόκκαλο νὰ κάμῃ πέρα (ἐπὶ πονηροῦ ἀνθρώπου σιωπῶντος διὰ δώρου) Πελοπν. Συνών. ἀλυχτένω, ἀλυχτομανῶ 1, ἀλυχτουρῶ 1, ἀλυχτῶ Α1, αὐλίζω (ΙΙ) 2, βαβουρίζω 4, βάζω (Ι), βαΰζω, γαβγίζω, ὑλάζω. 2) Φωνάζω κατά τινος καταλαλῶν ἢ ὑβρίζων αὐτὸν ἔνθ’ ἀν.: Δὲν πάει νὰ βαβίζῃ! πο͜ιὸς τὸν ἀκούει! Πελοπν. Τί ὅλο βαβίζεις; δὲν ἀπόστασες πεˬά; Καλάβρυτ. Τό ’χει συνήθε͜ιο νὰ βαβίζῃ σὰν δὲν τοῦ δώσουν μερτικὸ Λεξ. Δημητρ. 3) Μεμψιμοιρῶ Ἄνδρ.: Ἀπὸ τὸ πρωὶ βαβίζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/