βαβιλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβιλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαβιλώνω Ἰων. (Κρήν.) Σύμ. βαβ’λώνου Σάμ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Ἀναπεταννύω, ἁπλώνω τὰ ἱστία καὶ διευθύνω αὐτὰ πρός τι σημεῖον ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εβαβίλωσέν τα καταπάνω μας (ἐνν. τὰ παννιὰ) Σύμ. Μιˬὰ σκάφη κατηβαίνει βαβιλωμένη αὐτόθ. || Φρ. Τὰ βαβίλουσι (ἔφυγε) Σάμ. 2) Μεταφέρω Σάμ.: Τὰ βαβίλουσα τὰ πράματά μ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/