γαιˬτάνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬτάνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαιˬτάνι τό, κοιν. γαιˬτά’ βόρ. ἰδιώμ. γαιˬτνιν Πόντ.(Κερασ.) γαιˬτν’ Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) γατάνιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γατάνι Κῶς Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. -- Λεξ. Μπριγκ. γατάν’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Σκῦρ κ.ἀ. γαχτάνι Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) γκαιˬτάνι Λευκ. καιˬτ-τάνιν Κύπρ. (Λεμεσ.) ᾿ατάνιν Τῆλ. ᾿ατάνι Καρπ. βατάνιν Νίσυρ. Ρόδ. βατάνι Νίσυρ. Ρόδ. Χίος δαχτάνι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Βιζ. Μήδ. Σαμακόβ. Σηλυβρ.) κ.ἀ. δαχτά’ Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. γαιˬτάνιν, παρ’ ὃ καὶ γαιˬτάνι. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 1489 (ἔκδ. JLambert «ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφὴν καὶ δένω την γαϊτάνιν | καὶ πάλιν εἰς τὸν ἡλιακὸν τὸ ἐδόξευσα τῆς κόρης» Ἡ λ. ἐκ τοῦ Λατιν. Gaitanus. Πβ. Μαρκέλλ. Ἐμπειρ. De medicam 8 «Gaitano lino» καὶ Γαλην. Θεραπευτ. μεθόδ. 13 (τόμ. 4,184) «γιγνέσθωσαν δὲ οἱ τοιοῦτοι τῶν βρόχων ἐξ ὕλης δυσσήπτου, τοιαύτη δ’ ἐστὶν ἐν Ρώμῃ ἡ τῶν Γαετανῶν ὀνομαζομένων ἐκ μὲν τῆς τῶν Κελτῶν χώρας κομιζομένων, πιπρασκομένων δὲ μάλιστα κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδόν».
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Λεπτὸν σχοινοειδὲς πλέγμα ἀπὸ νήματα μετάξης ἢ ἐρίου ἢ βάμβακος χρησιμεῦον συνήθως πρὸς κόσμησιν τῶν παρυφῶν καὶ ἄλλων μερῶν τῶν ἐνδυμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.): Φρύδιˬα σὰ γαιˬτάνι (λεπτὰ καὶ κανονικὰ) κοιν. Δρόμος σὰ γαιˬτάνι (εὐθύτατος) Ἤπ. || Φρ. Πλέκω γαιˬτάνι (βυσσοδομῶ κακόν τι κατὰ τινος, ἐπιβουλεύομαι) πολλαχ. Κάνω γαιˬτάνι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ζάκ. Πίνω ἕνα γαιˬτάνι (πίνω ποτὸν ἔχον ἐντὸς τοῦ ποτηρίου ὕψος ὅσον τὸ πάχος γαϊτανιοῦ, δηλ. πολὺ ὀλίγον) Κύθν. κ.ἀ. || Παροιμ. Ἀπέξου ὁ χορὸς γαιˬτνιν φαίνεται (οἱ ἔξω τῶν πραγμάτων εὑρισκόμενοι νομίζουν ταῦτα εὔκολα καὶ εἶναι ἀφειδεῖς εἰς παροχὴν ὁδηγιῶν) Κερασ. || ᾌσμ. Τόσα καὶ τόσα Σάββατα καὶ μύριˬες Κυριακάδες κόρη δαχτάνι ἕπλεκε, κόρη δαχτάνι πλέκει Σαμακόβ. Κόρη ᾿ἀτάνιν ἤπ-πλεε τεσσάρους πέντε χρόνους (ἤπλεε = ἔπλεκε) Τῆλ. Ψηλομελαχρινούλλα μου, ποῦ τὸ ’βρες τὸ μελάνι κ᾽ ἥβαψες τὰ φρυδάκιˬα σου κ’ εἶναι σὰ dὸ γατάνι; Ἀπύρανθ. β) Σχοινίον μάλλινον πλεγμένον ὡς γαϊτάνι καὶ χρησιμεῦον διὰ δέσιμον σακκουλίων, σάκκων κττ. Στερελλ. (Κλών.) γ) Πλέγμα μεταξωτὸν μαῦρον χρησιμεῦον εἰς ἐξάρτησιν ὡρολογίου Παξ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ζάκ. Σαμοθρ. 2) Μετάξινον νῆμα, μὲ τὸ ὁποῖον γίνονται τὰ κεντήματα τῶν ἀνδρικῶν γελεκιˬῶν Ρόδ. 3) Ἡ κεντημένη ἄκρα ἐνδύματος, παρυφὴ Στερελλ. (Καλοσκοπ.) 4) Ὁ Ἀποκρεˬάτικος χορὸς γαιˬτανάκι 2, ὃ ἰδ., Ἀθῆν. Ζάκ. Κεφαλλ. β) Χορὸς τῆς τρίτης ἡμέρας τοῦ Πάσχα, καθ᾿ ὃν δύο ἡμιχόρια τραγουδῶντα συμπλέκουν εἰς ὡρισμένην στιγμὴν τὰς χεῖρας καὶ ἀποτελοῦν ἓν ὡραῖον σύμπλεγμα Στερελλ. (Κλών.) γ) Γαμήλιος χορὸς μὲ βῆματα συρτὰ Ρόδ 5) Εἶδος μαύρου σύκου (ὁ καρπὸς τῆς συκῆς γαιˬτάνα, δι᾿ ὃ ἰδ. γαιˬτάνης Β 2) Μύκ. Σῦρ. 6) Πόα τις μὲ ἕλικας εὐαισθήτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) Β) Ἐπιρρηματ. 1) Κατ’ εὐθεῖαν γραμμὴν κοιν.: Φρ. Τὸ παίρνω σκοινὶ γαιˬτάνι (ἐπὶ ὀχληρᾶς ἐπαναλήψεως τοῦ ἰδίου πράγματος. Περὶ τῆς φρ. ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. 4. 122) κοιν. Πάει ὁ χορὸς γαιˬτάνι ἢ ἁπλῶς χορὸς γαιˬτάνι (ἐπὶ χοροῦ εὐρύθμου καὶ κανονικοῦ) σύνηθ. Σέρνω τὸ χορὸ γαιˬτάνι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. Ἦρτι ἡ δ᾿λε͜ιὰ γατά’ (εὐωδώθη τὸ ἔργον) Μάδυτ. 2) Ἀδιακόπως, συνεχῶς Μακεδ. (Βλαστ.): Τραυῶ γαιˬτά’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA