ἀρχιδᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχιδᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρχιδᾶτος ἑπίθ. πολλαχ. ἀρχ᾿δᾶτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρκιδᾶτος Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀρτιᾶτος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρχίδι καὶ τῆς καταλ. -ᾶτος

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ εὐνουχισμένος, ἔνορχις, ἐπὶ ἵππου, ὄνου καὶ ταύρου Κεφαλλ. Κύπρ. κ.ἀ.: Ἄπ-παρος ἀρτιᾶτος Κύπρ. 2) Ὁ ἔχων μεγάλους ὄρχεις Κρήτ. Συνών. ἀρχιδᾶς 1. Β) Μεταφ. 1) Γενναῖος Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ.): Εἶναι ἄdρας ἀρχιδᾶτος. 2) Ὁ ἔχων προσόντα ἄξια λόγου, ἀξιόλογος πολλαχ.: Ἔμπορος-γιˬατρὸς-δικηγόρος ἀρχιδᾶτος. Πβ. βαρβᾶτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/