ἀντέχω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντέχω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντέχω λόγ. κοιν. ἀντέχου βόρ. ἰδιώμ. ἀdέχω πολλαχ. Μέσ. ἀντεχούμενε Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀντέχω.
Σημασιολογία
1) Ὑπομένω, ὑποφέρω, ἐγκαρτερῶ λόγ. κοιν.: Ἄντέχω ᾿ς τὸ κρύο-’ς τὴ ζέστη-’ς τὴν πεῖνα-’ς τοὺς κόπους-᾿ς τοὶς λύπες κττ. 2) Ἔχω ἰσχύν, δύναμαι λόγ. σύνηθ.: Ἀντέχεις νά ’ρθῃς νὰ μὲ βοηθήσῃς νά σηκώσω τὸ μπαοῦλο; Δὲν ἀντέχω νὰ σηκώσω αὐτὸ τὸ βάρος. β) Διατηρῶ ἀκμαίας τὰς δυνάμεις μου λόγ. σύνηθ.: Πῶς ἀντέχει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τόσω χρονῶ ποῦ εἶναι! 3) Διαρκῶ, βαστῶ, ἐπὶ πραγμάτων λόγ. κοιν.: Αὐτὸ τὸ παννὶ δὲν ἀντέχει διολου, ξεσκίζεται γρήγορα. 4) Μέσ. περιμένω Κρήτ. Τσακων.: Μὰ τοὺρ ἁγίε ἀμέρε ᾿ ἔμμ’ ἀντεχουμέοι (μὰ τὰς ἁγίας ἡμέρας ποῦ περιμένομεν) Τσακων. Οὔτε παρᾶδε ἀντεχῆε νὰ ἄρῃ οὔτε τσίπ’τα (οὔτε χρήματα ἐπερίμενε νὰ πάρῃ οὔτε τίποτε) αὐτόθ. || ᾊσμ. Κιˬ ἄμε το νὰ τὸ πλύνῃς εἰς τὸν ποταμὸν κιˬ ἀνε dὸ ’δῆς κι ἀσπρίσῃ | κιˬ ἀσπρίσῃ καὶ ξασπρίσῃ, χαίρου κ’ ἔρχομαι, | πάλι καὶ κοκκινήσῃ, | μὴν μ’ ἀdέχεσαι Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA