ἀρχιδολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχιδολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχιδολόγος ὁ, ἀμάρτ. ἀρκιδολόγος Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρχίδι καὶ τῆς καταλ. -λόγος.
Σημασιολογία
Τὸ ἀνδρικὸν ἐσώβρακον. Συνών. ἀρχιδομάντρα ,ἀρχιδομάντρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA