βαβουκλὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβουκλὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαβουκλὶ τό, ΑΠαπαδιαμ. Πεντάρφ. 33.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Εἶδος γυναικείου ἐνδύματος: «Ἡ καπετάνισσα φορέσασα πλήρη τὴν νυμφικὴν στολήν της μὲ... τὸ βελούδινον βαβουκλὶ μὲ τὰ χρυσοῢφαντα προμάνικα ἀνασηκωμένα».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA