γιˬατράκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατράκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬατράκος ὁ, πολλαχ γιˬατράκους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -άκος.

Σημασιολογία

(Ι) Γιατράκι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ‘αν.: Ἔχουμε καὶ ’μεῖς ᾿ς τὸ χωριˬό μας ἕνα γιˬατράκο ποὺ μᾶς τηράει κάθε Τετράδη ’ς τὴν Κοινότητα (Τετράδη = Τετάρτη, Κοινότητα = κοινοτικὸν γραφεῖον) Πελοπν. (Δίβρ.) (ΙΙ) Εἶδος μικρᾶς πλατάνου Μῆλ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἑπών. Ἀθῆν. Ζάκ. Θεσσ (Λάρ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Γύθ. Καλάμ. Κόρινθ. Μάν Οἴτυλ. Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Λαύρ. Μαρκόπ. Ναύπακτ.) Χίος καὶ ὼς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬατράκους Εὔβ. (Στεν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/