γιˬατρειὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατρειὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬατρειὰ ἡ, γιˬατρεία Εὔβ. (Βρύσ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Κύπρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) γιˬατεία Τσακων. γιˬατρειὰ κοιν. γιˬατρ-ρειὰ Τῆλ. γιˬατρεὰ Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Κοζ. κ.ἀ.) γιˬατρειγιά Εὔβ. (Λιχὰς Στρόπων. κ.ἀ.) Ἤπ. (Λειὰ Μαργαρ. Πάργ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Μεραμβ. Μονοφάτσ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Βερεστ. Γαργα) Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.) - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. γιατρ’ζὰ Σκῦρ διˬατρειὰ Κάρπ. Κάσ. γιˬάτρε͜ια Χίος (Μεστ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γιˬατρειὰ καὶ γιˬατρειά, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἰατρεία. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ γεἰς τὸν τύπ. γιˬατρειγιὰ πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,327. Διὰ τὸν τύπ. διˬατρειὰ πβ. λ. γιˬά.

Σημασιολογία

1) Θεραπεία, ἴασις κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ Οίν. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Αὐτὴ ἡ ἀρρώστιˬα δὲν ἔχει γιˬατρειά. Πήγαινε ’ς τὸ νοσοκομεῖο νὰ βρῇς τὴ γιˬατρειά σου. Τοῦτο τὸ βάσανο ποὺ μὲ βρῆκε δὲν παίρνει γιˬατρειὰ κοιν. Διˬάκα σ᾽ οὕλους τοὺς γιˬατροὺς γιὰ νὰ βρῶ τὴ γιˬατρειγιˬά μου Πελοπν. (Γαργαλ.) Τούνη ἡ ἀρρωστία δὲν ἔχει γιˬατρεία Μεγαρ. Δὲν ἔει γιˬατρεὰ Μακεδ. (Βόιον) Τοῦτο ποὺ μοῦ ᾽καμε τσεῖνος ὁ ἁχρόνιστος δὲν ἔχει γιˬατρεία Μέγαρ. Ἀπὸ γιˬατρείαν ᾿κὶ παίρ’ Πόντ. (Τραπ.) Τὸ κακὸν ἐγέν’τον, γιˬατρείαν ’κὶ παίρει (Κερασ.) Τσά’σι τοὺ πουδάρ’ κὶ δὲ βρίσκ’ γιˬατρεὰ Μακεδ. (Γήλοφ.) Ὁ Νικόα ᾽ο ’ν’ ἔχου γιˬατεία (ὁ Νικόλας δὲν ἔχει θεραπείαν) Τσακων. Σὲ κε͜ιονὰ χρωστῶ ’γὼ τὴ γιˬατρειγιά μου Α. Κρήτ. Θὰ τὸν ἀναραοπάρουν οἱ Ἀναράες τσ᾽ ’ὲν ἔχει πλιˬὸ διατρειὰ Κάρπ. Πῆγ’ ᾿ς τοὺν ἄλλου γιˬατρὸ νὰ τοὺν γιρέψουν κὶ δὲν ηὗρι γιˬατρειγιˬὰ π’θινὰ (γιρέψουν = γερέψουν = θεραπεύσουν) Στερελλ. (Παρνασσ.) Θιγέ μου, δῶσ’ του τὴν ὑγε͜ιάν dου, ὡς δίνεις κ’ ἐμέναμ-μὲ τοῦτον dὴγ-γιˬατρειάμ-μου Ἀστυπ. Νταμιλᾶς κακὸς νὰ-ν- τόνε βαρέσῃ καὶ γιˬατρειγιˬὰ νὰ μὴν ἔχῃ! (ἀρά· νταμιλᾶς = ἡμιπληγία) Πελοπν. (Βερεστ.) Γιˬατρ’ζὰ νὰ μὴ δῇ! (ἀρὰ) Σκῦρ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος λέει τὸν πόνο του βρίσκει τὴ γιˬατρειά του (ὁ ἀνακοινῶν εἰς φιλικὰ πρόσωπα τὰς στενοχωρίας του ἀνακουφίζεται) πολλαχ. Πβ. ἀρχ. Παροιμιογρ. 2,759 (ἔκδ. Leutsch-Schneidewin) «λύπης δὲ πάσης γίγνετ’ ἰατρὸς χρόνος» || ”Δσμ. Ἡ ἀγάπη ’ναι καρφίτσα, ἀτζελώνει ’ς τὴ gαρδιὰ τσαὶ μὶ ἀτζέλωσε τσαὶ μένα τσαὶ δὲν ἔχω γιˬατρειὰ Ἄνδρ. Dέρτι καὶ πόνος μὲ κρατεῖ, κοdεύγει νὰ ποθάνω, ’ς τὸ bόνο βρίσκω γιˬατρειγιά, ᾿ς τὸ dέρτι εἷdα νὰ κάνω; Κρήτ. Τὸ δίστιχ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ. Γιˬὰ μιˬὰ γειτονοπούλα μου ἔπεσα νὰ πεθάνω· κινῶ καὶ πάω ᾿ς τὸ γιˬατρὸ νὰ βρῶ τὴ γιˬατρειγιˬά μοι Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Παίρνω καὶ πάω ᾿ς τὸ γιˬατρό, νὰ βρῶ τὴ γιˬατρειά μου, γιˬατρὸς μοῦ εἶπε: κάθησε ν’ ἀνοίξω τὰ χαρτιά μου Πελοπν. (Ἄργ.) Συνών. γέρεμα, γερεμός, γιˬάτρεμα, γιˬατρεμονή, γιˬατρεμος 2) Τὸ μέσον πρὸς θεραπείαν νόσου ἢ κακοῦ, κυριολ. καὶ μεταφ., κοιν.: Δὲν ὑπάρχει γιˬατρειὰ γιὰ τὸν καρκίνο κοιν. Ἰγὼ βρῆκα γιˬατρειὰ γιὰ τὴ φαγούρα Εὔβ. (Ἄκρ.) Ξέρω ’γὼ τὴ γιˬατρειγιά τσῆ Θανάσως. Ἄντρα θέλει! Πελοπν. (Γαργαλ.) Ξέρου ’γὼ τ᾽ γιˬατρειά τ’ πο͜ιά εἶναι, μὰ λέου νὰ μὴ bάρου τοὺ ματσού’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Δὲν ὑπάρχει γιˬατρειὰ γιˬὰ τὴν κατάσταση κοιν. Μᾶς τὰ πῆραν ὅλα, δὲν εἴχαμι γιˬατρεὰ Μακεδ. (Βόιον) Ξέρω τὴ γιˬατρειά του, μὰ δὲν ἦρθε ἡ -ὥρα νὰ τὴν εἰπῶ Πελοπν. (Μαργέλ.) || ᾎσμ. Μπαίν-νουγ- γιˬατροί, βγαίν-νουγ-γιˬατροί, τὴ γιˬατρειὰδ -δὲ βρίσκουν Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/