βαβούλα (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβούλα (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαβούλα ἡ, (ΙΙ) Κεφαλλ. Κρήτ. βαβίλα Κεφαλλ. παμπούλ-λα Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαβούλι (ΙΙ) κατὰ τύπ. μεγεθ. Τὸ παμπούλ-λα κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ μπαμπάκι.
Σημασιολογία
1) Ὁ κάλυξ τῶν ἀνθέων Κρήτ. β) Ἡ κάψα τοῦ βάμβακος Κρήτ. γ) Ὁ μόλις ἐκ τῆς κάψης του ἐξαχθεὶς βάμβαξ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) 2) Νιφὰς χιόνος Κάρπ. (Ἔλυμπ.) 3) Σῦκον μικρὸν ὄψιμον Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA