γιˬατρευτικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατρευτικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬατρευτικὸς ἐπίθ., Λεξ. Βάιγ. κ.ἀ. Θηλ. γιˬατρευτικὴ Λεξ. Βλαστ., 402 γιˬατριφ’κὴ Μακεδ. (Βελβ.) Οὐδ. πληθ. γιˬατρευτικὰ πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἰατρευτικός. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Θεραπευτικός, ἰαματικὸς Μακεδ. (Βελβ.) Λεξ. Βάιγ. κ.ἀ. 2) Οὐσ. α) θηλ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Λεξ. Βλαστ 402. β) Οὐδ, ἡ ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/