γιˬατρικὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρικὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬατρικὴ ἡ, σύνήθ. γιˬατριτσὴ Πελοπν. (Καρδαμ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γιˬατρική, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Δουκ. εἰς λ. γιˬατρός = «διδάσκαλος τἦς γιατρικἦς». Anonymus, De Nuptiis Thesei libr. 5.
Σημασιολογία
Ἡ ἐπιστήμη, ἡ τέχνη τοῦ ἰατροῦ σύνήθ.: Ἅμα δὲ dὸ gάνῃ καλὰ ἡ γιˬατριτσή, πάει καλιˬά του (= θὰ πεθάνῃ) Πελοπν. (Καρδαμ). Ποῦ τ᾽ν ἔμαθες τ’ γιˬατρικὴ σὺ κὶ μὰς κα’ς τοὺ γιˬατρό; Εὔβ. (Ἄκρ.) Συνών. γιˬατροσύνη 1. β) Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ κοιν.: Μὲ τὴ γιˬατρικὴ ἄλλοι πλουταίνουν κιˬ ἄλλοι πεθαίνουνε ’ς τὴν ψάθα σύνήθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA