βαβούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαβούλι τό, (ΙΙ) βαβούλ-λιν Κύπρ. (Πάφ) βαβούλι Ἀμοργ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Θήρ. Ἰων. (Κρήν) Κίμωλ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. Πάρ. Σέριφ. Σίφν. Τῆν. Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Πόππλετ. Βλαστ. βαβού’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σάμ. κ.ἀ. βαγούλιν Χίος (Καρδάμ.) βάβουλο Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Λατιν. valvulus διὰ τοῦ μεταβατικοῦ τύπου βαλβούλι τοῦ ὁποίου ἀπεβλήθη πρῶτον τὸ λ κατ’ ἀνομοίωσιν. Ἰδ. καὶ Κορ. Ἄτ. 4,42. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐντὸς τοῦ κάλυκος κλειστὸν ἄνθος Θρᾴκ. (Αἶν.) Την –Λεξ. Βλαστ. Συνών. μπουμπούκι. 2) Ὁ κλειστὸς καρπὸς τοῦ βάμβακος Εὔβ. (Κάρυστ) Θήρ. ’Ιων. (Κρήν.) Κίμωλ. Κύθν. Νάξ. Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Σάμ. Σέριφ. Σίφν. Χίος κ.ἀ.: Συνών μπουμπουκοκάρυδο. 3) Τὸ ἐξώφυλλον τοῦ καρποῦ, τὸ περικάρπιον α) Τὸ ὑμενῶδες λέπιον τοῦ σίτου Κρήτ. β) τὸ λοβίον τῶν ὀσπρίων Χίος-Λεξ. Πόππλετ. γ) Ἡ κάψα τοῦ βάμβακος Εὔβ. (Κάρυστ.) δ) Τὸ κύπελλον τῆς βαλάνου Κύπρ. (Πάφ.) 4) Ὁ τῆς συκῆς ὀφθαλμὸς Χίος. 5) Ὁ ἀνώτατος λεπτὸς κλάδος ἔχων ἐμφανεῖς τοὺς ὀφθαλμοὺς Χίος. 6) Μικρὰ καὶ ἀτροφικὴ σταφυλὴ Μύκ. 7) Ὁ βόμβυξ τοῦ μεταξοσκώλήκος Ἀμοργ. Συνών. κουκούλλι 8) Ἡ ἐπιγονατὶς Κύπρ. (Πάφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA