βαβουλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβουλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαβουλίζω (Ι) ἀμάρτ. βαβιλίζω Κέρκ.-ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 67.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαβούλα (Ι).

Σημασιολογία

Ἔχω ἢ ἀποκτῶ τὸ χρυσίζον χρῶμα τοῦ χρυσοκανθάρου, ἤτοι τοῦ ἐντόμου μηλολόνθη: Χρυσὲς κουκκίδες ποῦ βαβιλίζουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/