ἀντζακλεῖδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντζακλεῖδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντζακλεῖδα ἡ, Πελοπν. (Λακων. Μάν.)-ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 58
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄντζα καὶ κλεῖδα.
Σημασιολογία
1) Ἡ κλείδωσις τοῦ γόνατος Πελοπν. (Λακων.) 2) Τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ γόνατος, ἡ ἰγνύα Πελοπν. (Μάν.)-ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Τὰ κοντὰ φουστανάκιˬα τῆς περμαντόννας ποῦ χόρευε ἐξεσκέπαζαν τοὶς σαρκωμένες τοὶς ἄντζες πίσω, ’πάνω, παραπάνω τοὶς ἀντζακλεῖδες της ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄντζα 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA