βαβουλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβουλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαβουλῶ Λεξ. Δημητρ. βαβαλῶ Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαβούλι (ΙΙ).
Σημασιολογία
Ἀρχίζω νὰ ἐκφύω ὀφθαλμὸν ἢ κάλυκα, ἐπὶ φυτῶν. Συνών. μπουμπουκιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA