γαιˬτανούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬτανούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαιˬτανούρι τό, Λεξ. Βλαστ. 420 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαιˬτάνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούρι. Περὶ τῆς λέξεως ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 6 (1923) 228.
Σημασιολογία
Ὁ ἰχθὺς ἰουλὶς ἡ τουρικικὴ (julis turicica) τῆς τάξεως τῶν ἰουλιδῶν (julidae). Συνών. γαιˬτάνης Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA